Η κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού (ή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού) είναι ένας σύγχρονος όρος που αναφέρεται στην παρακμή και πτώση των μεγάλων πολιτισμών της Μεσογείου κατά τον 13ο-12ο αιώνα π.Χ. Η ακριβής αιτία της κατάρρευσης των πολιτισμών συζητείται από τους μελετητές για πάνω από έναν αιώνα, όπως και η χρονολογία που πιθανώς άρχισε και τελείωσε, αλλά δεν έχει επιτευχθεί συναίνεση. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα, είναι ότι, μεταξύ π. 1250 - 1150 π.Χ., μεγάλες πόλεις καταστράφηκαν, ολόκληροι πολιτισμοί κατέρρευσαν, οι διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις διακόπηκαν, τα συστήματα γραφής εξαφανίστηκαν και υπήρξε εκτεταμένη καταστροφή και θάνατος σε κλίμακα που δεν είχε προηγούμενο.
Οι κύριες αιτίες που προκρίνονται σχετικά με την κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού είναι:
- Φυσικές καταστροφές (σεισμοί)
- Κλιματική αλλαγή (που προκάλεσε ξηρασία και λιμό)
- Εσωτερικές εξεγέρσεις (ταξικοί πόλεμοι)
- Εισβολές (κυρίως από τους Λαούς της Θάλασσας)
- Διακοπή των εμπορικών σχέσεων / Κατάρρευση συστημάτων (πολιτική αστάθεια)
Όταν η κατάρρευση ολοκληρώθηκε, η περιοχή της Μεσογείου εισήλθε σε μια «σκοτεινή εποχή», κατά την οποία ο σίδηρος αντικατέστησε τον χαλκό ως προτιμώμενο μέταλλο, οι διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και η τέχνη, η αρχιτεκτονική και η γενική ποιότητα ζωής, έπασχαν σε σύγκριση με την Εποχή του Χαλκού.
Αυτό που ακολούθησε την Εποχή του Χαλκού (π. 3300 - 1200 π.Χ.) ήταν η Εποχή του Σιδήρου (π. 1200-550 π.Χ.), που ήταν μια περίοδος μετασχηματισμού και εξέλιξης και, γενικά, όχι τόσο «σκοτεινή» όσο πίστευαν οι μελετητές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η Εποχή του Σιδήρου φαίνεται πως έμοιαζε τέτοια στους συγγραφείς αυτούς, λόγω της σύγκρισης με το μεγαλείο και την ευμάρεια της Εποχής του Χαλκού, αλλά παρόλα αυτά, καθώς οι πολιτισμοί ξαναχτίστηκαν και εξελίχθηκαν στο μέλλον, πολλά χάθηκαν και δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν και τα μαθήματα από την κατάρρευση στην Εποχή του Χαλκού, είναι ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα που η παγκοσμιοποίηση θυμίζει πολύ το περίπλοκο δίκτυο εθνών εκείνης της εποχής.
Η Εποχή του Χαλκού
Η Εποχή του Χαλκού αποκαλείται έτσι εξαιτίας της διαδεδομένης χρήσης του χαλκού στη μεταλλουργία και είναι ένας πρακτικός ορισμός της περιόδου. Αυτή η εποχή είδε την ανάπτυξη του πολιτισμού σε κάθε περιοχή της Μεσογείου και σε κάθε τομέα. Η Εποχή του Χαλκού είναι περίοδος γνωστή για την ανάπτυξη στον πολιτισμό, τη γλώσσα, την τεχνολογία, τη θρησκεία, την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την πολιτική, τον πόλεμο και το εμπόριο.
Η Εποχή του Χαλκού είναι αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι, όταν ακούν τον όρο «αρχαία ιστορία», επειδή ήταν εκείνη την εποχή που κατασκευάστηκαν οι Πυραμίδες της Γκίζας (κατά το Παλαιό Βασίλειο της Αιγύπτου π. 2613-2181 π.Χ) και χτίστηκε ο Ναός του Καρνάκ (ξεκινώντας από το Μέσο Βασίλειο, 2040-1782 π.Χ., και κατά το Νέο Βασίλειο, π. 1570 - 1069 π.Χ.). Στη Μεσοποταμία, η περίοδος Ουρούκ (π. 4100-2900 π.Χ.) είδε την εφεύρεση του τροχού και της γραφής, μεταξύ άλλων εξελίξεων, και ακολουθείται από τη λεγόμενη Πρώιμη Δυναστική Περίοδο (π. 2900-2334 π.Χ.) και στη συνέχεια από την Ακκαδική Περίοδο (2334-2218 π.Χ.), κατά την οποία ιδρύεται η πρώτη πολυπολιτισμική πολιτική οντότητα στον κόσμο – η Ακκαδική Αυτοκρατορία – από τον Σαργώνα των Ακκάδιων (π. 2334-2279 π.Χ.). Η Βαβυλώνα θα γινόταν αργότερα το σπουδαίο κέντρο πολιτισμού και γνώσης της Μεσοποταμίας, ενώ το Ελάμ έχτιζε μεγάλες πόλεις.
Οι Χετταίοι εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία (περίπου 2700-2400 π.Χ.) και έχτισαν τη σπουδαία πόλη τους, Χαττούσα (περ. 2500 π.Χ.). Η Αυτοκρατορία των Χετταίων (1400-1200 π.Χ.) άνθισε και το Βασίλειο του Μιτάνι απλώθηκε από το βόρειο Ιράκ μέχρι την περιοχή της Τουρκίας. Ο Κυπριακός Πολιτισμός αναπτύχθηκε στην Κύπρο, η φοινικική πόλη Ουγκαρίτ ευημερούσε στον Λεβάντε, μεταξύ άλλων, και ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός της Ελλάδας (περίπου 1600 - 1100 π.Χ.) βρισκόταν στο απόγειό του.
Καθώς η κάθε πολιτική οντότητα γινόταν πιο σταθερή και συγκεντρωτική, το εμπόριο άνθισε ώσπου, περίπου το 1350 π.Χ., η Ασσυρία, η Βαβυλωνία, η Αίγυπτος, η Αυτοκρατορία των Χετταίων και το Βασίλειο του Μιτάνι, συνδέθηκαν στενά μεταξύ τους, σε ένα δίκτυο εμπορίου και διπλωματίας που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν «συνασπισμό μεγάλων δυνάμεων» (Ancient Egypt, van de Mieroop, 188). Ήταν ένας στενός διεθνής ιστός σχέσεων μεταξύ των ισχυρότερων μοναρχών της εποχής και η ύπαρξή του είναι καλά τεκμηριωμένη μέσω των Επιστολών της Αμάρνα του 14ου αιώνα π.Χ., αλληλογραφίας μεταξύ των βασιλέων της Αιγύπτου και άλλων εθνών.
Αυτές οι θερμές σχέσεις σήμαιναν ευημερία για τους κατοίκους των εμπλεκόμενων χωρών. Το εμπόριο άνθισε, όπως φαίνεται από τα μεγάλα οικοδομικά έργα του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου, μεταξύ άλλων στοιχείων, και κάθε έθνος ευημερούσε μέσω των δεσμών του εμπορίου και της διπλωματίας. Αυτός ο τρόπος ζωής θα άλλαζε δραστικά προς το χειρότερο στα μέσα προς τα τέλη του 13ου αι. π.Χ. και αυτή είναι η λεγόμενη κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού. Όταν ολοκληρώθηκε, από τα έθνη που αποτελούσαν τον συνασπισμό των μεγάλων δυνάμεων, μόνο η Αίγυπτος θα παρέμενε ακέραια, αλλά πολύ εξασθενημένη.
Τα αίτια της κατάρρευσης
Από την εποχή του Γάλλου Αιγυπτιολόγου Gaston Maspero (1846-1916 μ.Χ.), που επινόησε τον όρο «Λαοί της Θάλασσας» αναφερόμενος στις δυνάμεις εισβολής του 13ου και 12ου αι. π.Χ., το 1881, τα αίτια της κατάρρευσης των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού, παρουσιάζονται από τους μελετητές ως γραμμικά, σαν να συνέβησαν με μια καθορισμένη σειρά: πόλεις καταστράφηκαν από σεισμούς και φτωχές σοδιές (κλιματική αλλαγή) προκάλεσαν λιμό, οδηγώντας σε κοινωνική και πολιτική αστάθεια με αποτέλεσμα εσωτερικές εξεγέρσεις, ενώ ταυτόχρονα, μεγάλοι πληθυσμοί εκπατρίστηκαν από τα εδάφη τους εξαιτίας αυτών των δεινών, μετανάστευσαν στη Μεσόγειο και, στην αναζήτηση μιας νέας πατρίδας, απορρύθμισαν τους ντόπιους πληθυσμούς και όλες αυτές οι πιέσεις οδήγησαν τελικά στην απώλεια των διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων και στην πτώση του πολιτισμού στη Μεσόγειο.
Το πρόβλημα με τη γραμμική αντίληψη των αιτίων δεν είναι μόνο ότι είναι απλουστευτική – όλοι αυτοί οι πολιτισμοί είχαν επιβιώσει από εισβολές, σεισμούς και αστάθεια προηγουμένως – αλλά ότι προϋποθέτει μια καθορισμένη χρονολογία για το πότε άρχισε και έληξε η κατάρρευση και εκ των υστέρων εντοπίζει ιστορικά γεγονότα που ταιριάζουν στην αφήγηση και υποστηρίζουν τη χρονολογία αυτή. Είναι πολύ πιο πιθανό, όπως προκρίνεται από μελετητές όπως οι Eric H. Cline, A. Bernard Knapp και Stuart W. Manning, και Brandon L. Drake, μεταξύ άλλων, ότι όλες αυτές οι πιέσεις ασκήθηκαν στον μεσογειακό πολιτισμό σαν μια γρήγορη ακολουθία, ίσως σχεδόν ταυτόχρονα, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η ανάκαμψη από μια καταστροφή πριν χτυπήσει μια άλλη. Ο Cline αναφέρεται στο φαινόμενο αυτό ως «τέλεια καταιγίδα συμφορών» και εξηγεί:
Ίσως οι κάτοικοι να επιβίωναν από μία καταστροφή, όπως ένας σεισμός ή μία ξηρασία, αλλά δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν από τις συνδυασμένες επιπτώσεις σεισμών, ξηρασίας και εισβολών, εμφανιζόμενων διαδοχικά. Ακολούθησε, τότε, ένα «φαινόμενο ντόμινο», κατά το οποίο η αποσύνθεση ενός πολιτισμού οδήγησε στην πτώση των άλλων. (165)
Αυτή η πρόταση είναι η πιο πιθανή, καθώς όπως σημειώθηκε, οι μεσογειακοί πολιτισμοί είχαν βιώσει τις περισσότερες από αυτές τις προκλήσεις στο παρελθόν και επέζησαν. Ο Cline αποφεύγει την παγίδα της προσπάθειας να χρονολογηθεί το ακριβές έτος της κατάρρευσης, σημειώνοντας ότι η χρονολόγησή του το 1177 π.Χ., είναι ένα είδος «ακαδημαϊκής στενογραφίας» για το πότε άρχισε η κατάρρευση και δεν θα πρέπει να νοηθεί ως σαφώς ορισμένη ημερομηνία:
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το 1177 π.Χ. είναι για το τέλος της Εποχής του Χαλκού ότι είναι το 476 μ.Χ. για το τέλος της Ρώμης και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δηλαδή, είναι δύο ημερομηνίες τις οποίες οι σύγχρονοι μελετητές μπορούν εύκολα να επισημάνουν ως το τέλος μιας ιστορικής εποχής. Η Ιταλία δέχθηκε εισβολές και η Ρώμη λεηλατήθηκε αρκετές φορές στη διάρκεια του 5ου αιώνα μ.Χ., συμπεριλαμβανομένου του 410 μ.Χ. από τον Αλάριχο και τους Βησιγότθους και του 455 μ.Χ. από τον Γιζέριχο και τους Βανδάλους. Υπήρχαν, ακόμα, πολλοί άλλοι λόγοι για την πτώση της Ρώμης, εκτός από αυτές τις επιθέσεις, όπως κάθε Ρωμαίος ιστορικός εύκολα βεβαιώνει. Ωστόσο, είναι πρακτικό και θεωρείται αποδεκτή ακαδημαϊκή στενογραφία, να συνδέεται η εισβολή του Οδόακρου και των Οστρογότθων το 467 μ.Χ. με το τέλος των ένδοξων ημερών της Ρώμης. (172)
Με αυτά τα δεδομένα, τα αίτια της κατάρρευσης των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού πρέπει να θεωρούνται ως προτεινόμενες πιθανοτήτες όσον αφορά στις χρονολογίες, όμως ένα γενικό χρονικό διάστημα είναι αποδεκτό (κατά προσέγγιση π. 1250 – 1150 π.Χ.) και ορισμένες πτυχές της κατάρρευσης, όπως η κλιματική αλλαγή, ξεχωρίζουν, καθώς δεν υπάρχει καταγραφή τέτοιων γεγονότων, σε τέτοιο βαθμό, πριν από αυτή την περίοδο.
Φυσικές καταστροφές: Οι Knapp and Manning επισημαίνουν ότι οι σεισμοί στη Μεσόγειο ήταν συνηθισμένοι και δεν θα ήταν αλλιώς τον 13ο και 12 αιώνα σε σχέση με πιο πριν. Επικαλούνται στην μελέτη τους τον ιστορικό Robert Drews, ο οποίος «παρουσίασε μια λίστα 47 τοποθεσιών στην περιοχή που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια αυτής της 50ετούς περιόδου [της κατάρρευσης]», αλλά λένε ότι είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι ποιες καταστράφηκαν από σεισμούς και ποιες από εισβολές ή εσωτερική εξέγερση (113). Οι Knapp και Manning σημειώνουν, επίσης, την πιθανότητα «σεισμικών καταιγίδων» - μια σειρά σεισμών με ταχεία διαδοχή - που μπορεί να ευθύνονται για εκτεταμένη καταστροφή.
Κλιματική αλλαγή: Ο αρχαιολόγος David Kaniewski αναφέρει την κλιματική αλλαγή ως τον κεντρικό παράγοντα της κατάρρευσης, υποστηρίζοντας ότι «η απότομη αλλαγή του κλίματος στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, προκάλεσε καταστροφή των καλλιεργειών σε ολόκληρη την περιοχή, οδηγώντας σε κοινωνικοοικονομικές κρίσεις και αστάθεια» (Knapp & Manning, 103). Αυτή η κρίση, σημειώνει ο Kaniewski, πρέπει να προκάλεσε τις μαζικές μεταναστεύσεις – εισβολές που καταγράφηκαν από τους λαούς της Κύπρου, της Ανατολίας και της Αιγύπτου. Το πρόβλημα με αυτόν τον ισχυρισμό, είναι η χρονολόγηση της κατάρρευσης. Δεν υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, καμία καθορισμένη ημερομηνία για το πότε άρχισε ή ακόμα και για το πόσο καιρό συνεχίστηκε. Οι χρονολογίες για την έναρξη της κατάρρευσης των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού κυμαίνονται από το 1250 έως το 1286 π.Χ. και το 1177 π.Χ., μεταξύ άλλων και έτσι, η ανάδειξη της κλιματικής αλλαγής ως μοναδικής αιτίας, δεν είναι δυνατή. Οι Knapp και Manning υπογραμμίζουν ότι «δεν υπάρχουν χρήσιμα κλιματολογικά δεδομένα από την ανατολική Μεσόγειο» για την περίοδο αυτή, παρόλο που αναγνωρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση (117).
Ο μελετητής Brandon L. Drake, ωστόσο, σημειώνει ότι «στο σπήλαιο Soreq του Ισραήλ έχουν καταγραφεί δεδομένα για τις βροχοπτώσεις 150.000 ετών στον βόρειο Λεβάντε», τα οποία δείχνουν μια πρωτοφανή και σταθερή μείωση των βροχοπτώσεων που συνεχίζεται έως το 1150 π.Χ., ικανή να προκαλέσει ξηρασία. Παραθέτοντας το έργο των Kaniewski και Harvey Weiss, ο Drake σημειώνει ότι μια μεγάλη ξηρασία (σ.τ.μ. mega-drought την ονομάζει ο Weiss) έπληξε την περιοχή μεταξύ π. 1200-850 π.Χ. και αυτό αποδεικνύεται από την εξέταση της γύρης και των αλλούβιων αποθέσεων, καθώς και από τις επιστολές μεταξύ μοναρχών εκείνης της εποχής (Drake, 1863). Ο Drake καταλήγει:
Η μείωση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της Μεσογείου πριν από το 1190 π.Χ., περιόρισε την ετήσια απορροή γλυκού νερού, ελαττώνοντας τους ρυθμούς εξάτμισης. Οι δυτικοί άνεμοι μετέφεραν λιγότερους υδρατμούς, με αποτέλεσμα τη μείωση των βροχοπτώσεων. (1868)
Η μείωση των βροχοπτώσεων οδήγησε σε ξηρασία, η οποία επηρέασε τις σοδιές και προκάλεσε λιμό. Ο λιμός, με τη σειρά του, θα οδηγούσε στη συνέχεια σε μετανάστευση / εισβολές.
Εσωτερικές εξεγέρσεις: Οι ταξικοί πόλεμοι - που ορίζονται ως εξέγερση των κατώτερων τάξεων ενάντια στην προνομιακή ελίτ - αναφέρονται ως μια άλλη αιτία. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ραμσή Γ’ (1186-1155 π.Χ.), καταγράφεται η πρώτη απεργία στην ιστορία, όταν οι εργάτες που απασχολούνταν στην κατασκευή τάφων, στη Ντέιρ ελ-Μεντίνα, δεν έλαβαν την αμοιβή τους. Η σύληση τάφων έγινε, επίσης, ανεξέλεγκτη εκείνη την περίοδο και ο μελετητής William H. Stiebing γράφει: «Είναι ενδιαφέρον ότι το αγαθό που οι κλέφτες άρπαζαν συχνότερο λεηλατώντας, ήταν το φαγητό» (227). Ο Cline αναφέρει για την καταστροφή της πόλης Ασώρ στη Χαναάν ότι «προκλήθηκε από μια εσωτερική εξέγερση των κατοίκων της πόλης» που ίσως αντιμετώπιζαν έλλειψη επαρκούς τροφοδοσίας (148). Τα αρχαιολογικά και φιλολογικά στοιχεία υποδεικνύουν σαφώς μια ανεπάρκεια σε τρόφιμα, που παρακίνησε τις κατώτερες τάξεις να εξεγερθούν, ενάντια σε εκείνους που πίστευαν ότι παρακρατούσαν πόρους.
Εισβολές: Η κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού αποδιδόταν κάποτε αποκκλειστικά στην εισβολή των αποκαλούμενων Λαών της Θάλασσας, μεταξύ π. 1276-1178 π.Χ. Η ταυτότητα αυτού του συνασπισμού είναι ακόμα υπό συζήτηση σήμερα, αλλά όποιοι κι αν ήταν και από όπου και αν προήλθαν, έσπειραν τον όλεθρο στους πολιτισμούς της Μεσογείου. Τα ονόματα των φυλών περιλαμβάνουν τους Σερντέν, τους Σεκελές, τους Λουκού, τους Τουρσά, τους Αχαϊβάσα και τους Φιλισταίους, μεταξύ άλλων. Αιγυπτιακές επιγραφές από το Νέο Βασίλειο δείχνουν ξεκάθαρα ότι αναχαιτίστηκαν από τον Ραμσή Β’ (Ραμσής ο Μέγας π. 1279-1213 π.Χ.), τον γιο του – και διάδοχο – Μερνεφθά (π. 1213-1203 π.Χ.) και τον Ραμσή Γ’, ο οποίος τους νίκησε το 1178 π.Χ. Εισβολές αλλού, από άλλους, αναφέρονται επίσης ως πρωταρχικό αίτιο. Ο Stiebing επισημαίνει τη θεωρία του Drews για τις εισβολές, κυρίως των Λαών της Θάλασσας:
Ο Robert Drews προτείνει μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική για την εξήγηση της εισβολής, που θεωρεί την αλλαγή του χαρακτήρα του πολέμου ως τον λόγο για το τέλος της Εποχής του Χαλκού. Σύμφωνα με την άποψή του, βάρβαροι όπως οι Λαοί της Θάλασσας, που από καιρό χρησιμοποιούνταν ως μισθοφόροι από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ξαφνικά στράφηκαν εναντίον των κυρίων τους. (229)
Η θεωρία αυτή είναι αστήριχτη, ωστόσο, καθώς αγνοεί τα καλά τεκμηριωμένα αρχεία των Αιγυπτίων μοναρχών – ιδίως του Ραμσή Γ’ – τα οποία δείχνουν ότι οι Λαοί της Θάλασσας φτάνουν με τις συζύγους και τα παιδιά τους σε κάρα, σαφή ένδειξη ενός μεταναστευτικού λαού που ακολουθεί μια δύναμη εισβολής.
Διατάραξη των εμπορικών σχέσεων/Συστημική κατάρρευση: Η διακοπή των εμπορικών και διπλωματικών δεσμών, έχει επίσης προβληθεί ως μία από τις αιτίες της κατάρρευσης, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρωταρχική, καθώς δεν υπήρχε κανένας λόγος για τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αποφάσιζαν ξαφνικά να τερματίσουν τις σχέσεις τους και να επιτρέψουν να καταλυθεί ο τρόπος ζωής τους ή να καταρρεύσει ο ίδιος ο πολιτισμός τους. Η διακοπή του εμπορίου θα έπρεπε να είναι το αποκορύφωμα προηγούμενων πιέσεων. Η παγκόσμια φύση (έχοντας υπόψη τι θα σήμαινε «παγκόσμιο» για τους ανθρώπους της αρχαίας Μεσογείου) του εμπορίου εκείνη την εποχή, συνέδεε τα έθνη τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε εάν κατέρρεε ένα, τα άλλα θα ακολουθούσαν. Ο Stiebing σχολιάζει:
[Οι μελετητές] υποστήριξαν ότι οι πολιτισμοί της Εποχής του Χαλκού βίωσαν μια συστημική κατάρρευση. Οι οικονομίες τους είχαν πολύ περιορισμένη βάση και τα εμπορικά τους δίκτυα εξαρτώνταν από σχετικά ειρηνικές συνθήκες. Ακόμα, υπήρχαν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα (όπως δουλεία λόγω χρεών, απαλλοτρίωση γαιών, εκμετάλλευση των χωρικών από την αριστοκρατία) που προκάλεσαν εσωτερική δυσαρέσκεια. Τότε, στο τέλος του 13ου αιώνα, πειρατεία και στρατιωτικές συγκρούσεις διέκοψαν το εμπόριο. Η σημαντική εξασθένιση του εμπορίου, με τη σειρά της, οδήγησε σε οικονομική κατάρρευση, εξεγέρσεις και πλήρη αποδόμηση των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων. (230)
Καμία από αυτές τις αιτίες δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνη της την κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν με το συμπέρασμα που διατυπώνεται συνοπτικά από τον Marc van de Mieroop: «Καμία μεμονωμένη αιτία δεν είναι ικανή να εξηγήσει τι συνέβη σε όλες τις περιοχές και τα κράτη» (Near East, 190). Ένα σενάριο που μπορεί να ταιριάζει σε μία περιοχή, δεν λειτουργεί σε άλλη και η γραμμική εξήγηση της μιας αιτίας που οδηγεί σε μια άλλη, αγνοεί προηγούμενες εποχές στην ιστορία, κατά τις οποίες υπήρξαν παρόμοιες προκλήσεις αλλά όχι κατάρρευση.
Οι Σκοτεινοί Χρόνοι
Η Αυτοκρατορία των Χετταίων έπεσε, η Ουγκαρίτ καταστράφηκε, ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός αφανίστηκε, οι πόλεις του Λεβάντε ακολούθησαν ένα παρόμοιο μοτίβο παρακμής και οι Κύπριοι επλήγησαν κι αυτοί. Η χρυσή εποχή του συνασπισμού των μεγάλων δυνάμεων και η επακόλουθη ευημερία έγιναν ανάμνηση και η ανάμνηση αυτή καταγράφηκε στον μύθο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα τον 8ο αιώνα π.Χ. από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, αμφότεροι εκ των οποίων θυμίζουν στον αναγνώστη μια σπουδαία εποχή στο παρελθόν, περασμένη προ πολλού, πολύ ανώτερη από το παρόν.
Ο Cline κλείνει το βιβλίο του 1177 π.Χ.: Όταν Κατέρρευσε ο Πολιτισμός, με την αισιόδοξη σημείωση ότι από τις στάχτες της κατάρρευσης της Εποχής του Χαλκού, προήλθαν οι σπόροι των πολιτισμών που θα παρήγαγαν τον σύγχρονο κόσμο. Σημειώνει ότι «μερικές φορές χρειάζεται μια μεγάλη πυρκαγιά για να ανανεωθεί το οικοσύστημα ενός αρχαίου δάσους και να του επιτραπεί να αναπτυχθεί εκ νέου» (176). Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία αληθές, αλλά όπως επίσης σημειώνει, αναρρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε να είναι ο σύγχρονος κόσμος αν δεν είχαν καταρρεύσει οι πολιτισμοί της Εποχής του Χαλκού.
Προφανώς, τεράστια πολιτισμικά ωφέλη αποκομίσθηκαν στη συνέχεια και οι «σκοτεινοί χρόνοι» που ακολούθησαν την κατάρρευση, δεν ήταν όσο σκοτεινές φαντάστηκαν οι προγενέστεροι μελετητές. Για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα, η Τρίτη Μεταβατική Περίοδος της Αιγύπτου (π. 1069-525 π.Χ.), ήταν γνωστή για τη δεξιοτεχνία στη μεταλλουργία «σε χρυσό και ασήμι, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος σε χαλκό» (Shaw, 361). Η χαλκουργία επιβίωσε της κατάρρευσης, όπως και άλλοι τομείς του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού.
Αν και κάποια συστήματα γραφής εξέλιπαν – ειδικά το μυκηναϊκό και το μινωικό – το φοινικικό αλφάβητο ήρθε να τα αντικαταστήσει. Σταδιακά, οι λαοί της Μεσογείου που επέζησαν της κατάρρευσης, προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα και ξαναέφτιαξαν τις ζωές τους. Αυτές οι ζωές ήταν προφανώς πολύ διαφορετικές σε σχέση με το αν δεν είχε υπάρξει κατάρρευση, αλλά όπως παρατήρησε ο Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος, η ουσία της ζωής είναι η συνεχής αλλαγή και όλα τα πράγματα υπόκεινται σε μεταβολή – εκούσια ή ακούσια – και αυτό ισχύει και για τους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού.
Ακόμα κι έτσι, ο παραλληλισμός της εποχής της κατάρρευσης με τη σύγχρονη εποχή είναι εντυπωσιακός, καθώς τώρα, όπως και τότε, ο κόσμος είναι στενά διασυνδεδεμένος μέσω του παγκόσμιου εμπορίου και της διπλωματίας και η πτώση ενός έθνους είναι βέβαιο ότι θα επηρέαζε τις τύχες όλων των άλλων. Όπως σημειώνει ο Cline, «σε ένα σύνθετο σύστημα όπως ο κόσμος μας σήμερα, [ένα σημείο καμπής] είναι το μόνο που μπορεί να χρειαστεί για να αποσταθεροποιηθεί ολόκληρο το σύστημα, οδηγώντας σε κατάρρευση» (176). Αυτό το σημείο καμπής, η σύγχρονη επιστήμη και η εμπειρική παρατήρηση υπαγορεύουν ότι είναι η κλιματική αλλαγή – ο μοναδικός παράγοντας ανάμεσα στα αίτια της κατάρρευσης στην Εποχή του Χαλκού που έγκριτοι αρχαιολόγοι και μελετητές πιστεύουν ότι ήταν πρωτόγνωρος εκείνη την εποχή.