Η περίοδος των Χριστουγέννων αποτελείται από έθιμα και παραδόσεις που μετρούν πάνω από δύο χιλιετίες, μεταξύ των οποίων κάποια χρονολογούνται πριν από την ίδια τη χριστιανική γιορτή. Από την ανταλλαγή δώρων μέχρι την ευρεία διάδοση του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, το άρθρο αυτό καταγράφει την ιστορία των εορτασμών, από τη Ρωμαϊκή μέχρι τη Βικτωριανή εποχή, όταν οι μοντέρνες συνήθειες καθιερώθηκαν στην πράξη και στη λογοτεχνία. Αν και αρκετές από τις παραδόσεις που αναφέρονται είναι ευρέως γνωστές σε όλες τις χριστιανικές χώρες και κυρίως μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, θα παρουσιαστούν οι χριστουγεννιάτικες παραδόσεις κατά κύριο λόγο της Αγγλο-Σαξονικής κοινωνίας.
Σατουρνάλια: Οι απαρχές των εορτασμών
Πολλές από τις σημερινές χριστουγεννιάτικες παραδόσεις έχουν ιστορία πολλών χρόνων, ακόμα και πριν από τον ίδιο τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Κατά τις απαρχές του Χριστιανισμού, οι πιστοί απέφευγαν τις ειδωλολατρικές συνήθειες. Για το λόγο αυτό, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έκλειναν αρχαίους ιερούς τόπους, απαγόρευαν τις τελετουργίες και έδιναν τέλος στους αθλητικούς αγώνες που κάποτε τιμούσαν ειδωλολατρικούς θεούς. Ωστόσο, η αλλαγή των συνηθειών του λαού ήταν διαφορετική υπόθεση. Η ειδωλολατρική εορτή των Σατουρναλίων ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, και οι παραδόσεις της, που είχαν διαρκέσει για πάνω από μία χιλιετία, ίσχυαν σε αρκετές περιπτώσεις και για την νέα γιορτή που δημιουργήθηκε, τα Χριστούγεννα.
Τα Σατουρνάλια ήταν μία ρωμαϊκή γιορτή αφιερωμένη στο θεό της γεωργίας, Σατούρνους, και διαρκούσε μία εβδομάδα, από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου, περιλαμβάνοντας παράλληλα το χειμερινό ηλιοστάσιο, ένα ακόμα σημαντικό γεγονός στο ημερολόγιο των ειδωλολατρών. Το γεγονός ότι η γιορτή αυτή ήταν η πιο χαρούμενη απ’ όλες τις ρωμαϊκές πιθανόν προκύπτει από το ρόλο του Σατούρνου ως κυρίαρχος την περίοδο που ο κόσμος ζούσε σε μία εποχή χαράς και ευημερίας. Τον 1ο αι. π.Χ., ο Ρωμαίος ποιητής Κάτουλλος περιέγραψε τη γιορτή αυτή, η οποία χρονολογείται από τον 5ο αι. π.Χ., ως «την καλύτερη όλων των εποχών».
Στα Σατουρνάλια φίλοι και συγγενείς αντάλλαζαν δώρα, όπως κεριά, νομίσματα και φαγητό. Φορούσαν πιο καθημερινά ρούχα, έπαιζαν παιχνίδια, απολάμβαναν γεύματα και διοργάνωναν ακόμα και πάρτι αντιστροφής ρόλων. Υπήρχε μία χαλάρωση στους κοινωνικούς κανόνες, ενώ δραστηριότητες όπως η χαρτοπαιξία ή όταν κάποιος κυκλοφορούσε δημοσίως μεθυσμένος επιπλήττονταν λιγότερο. Όλα αυτά ακούγονται αρκετά οικεία, σωστά; Η γιορτή αυτή μεταφέρθηκε με τον καιρό τον Δεκέμβριο και όπως στον Παρθενώνα της Αθήνας έπρεπε να χτιστεί εκκλησία και καμπαναριό εντός των κιόνων του, έτσι και τα Σατουρνάλια, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μετατράπηκαν στη χριστουγεννιάτικη γιορτή.
Μεσαίωνας
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (500-1500), η γιορτή γινόταν σταδιακά όλο και πιο δημοφιλής. Ήταν η μεγαλύτερη αργία της χρονιάς, αφού τυπικά κρατούσε 12 ημέρες. Από τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) μέχρι τη δωδέκατη μέρα (5 Ιανουαρίου), οι άνθρωποι έκαναν διακοπές, κατά κύριο λόγω χάρη στη διακοπή των γεωργικών δραστηριοτήτων εν μέσω χειμώνα.
Οι χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες ξεκινούσαν στα σπίτια τόσο των φτωχών όσο και των πλουσίων. Διακοσμούσαν τα σπίτια τους με γιρλάντες από χειμωνιάτικα φύλλα και φυτά. Οι Κέλτες θαύμαζαν για χρόνια τα πουρνάρια, τους κισσούς και τα γκι, τα οποία σχετίζονταν με την προστασία ενάντια στα κακά πνεύματα καθώς και με τη γονιμότητα. Ένα τεράστιο διπλό στεφάνι από γκι συχνά καταλάμβανε σημαντική θέση στο σαλόνι. Η συσχέτιση με τη γονιμότητα εξηγεί για ποιο λόγο τα ζευγάρια ανταλλάσσουν φιλιά κάτω από το γκι, βγάζοντας από το φυτό ένα άσπρο μούρο με κάθε φιλί. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο σε ένα σπίτι κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, που συνδέεται με ειδωλολατρικές συνήθειες, ήταν ο κορμός Yule. Αυτός ο τεράστιος κορμός δέντρου τοποθετούταν στο τζάκι και παρέμενε αναμμένος και για τις 12 ημέρες της αργίας.
Σκοπός των Χριστουγέννων, φυσικά, ήταν ο εορτασμός της γέννησης του Ιησού Χριστού. Ήταν αναμενόμενο όλοι να παρακολουθούν τις εκκλησιαστικές λειτουργίες ενώ σε κάποιες περιόδους μάλιστα ήταν υποχρεωτικό. Οι τοπικές εκκλησίες κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να είναι αντάξιες της περίστασης. Τα κεράκια ήταν αναμμένα, ενώ υπήρχε πρόσβαση στα λαμπερά επιχρυσωμένα έργα τέχνης που κοσμούσαν το πάνω και πίσω μέρος της Αγίας Τράπεζας, αρκετά από αυτά μονάχα για εκείνη τη ξεχωριστή μέρα. Η χορωδία τραγουδούσε και προσέθετε ορισμένα επιπλέον τραγούδια και δυναμικούς διαλόγους, γνωστοί ως «εκκλησιαστικοί τρόποι». Από αυτό προκύπτει και η παράδοση κατά την οποία ηθοποιοί αναπαριστούν σκηνές από τη Φάτνη. Με το χρόνο, η Φάτνη της Γεννήσεως αποτέλεσε θεατρικό έργο με κοστούμια, ακόμη και ζώα.
Αντάλλασσαν δώρα με οικογένεια και φίλους συμβολικά με τα δώρα των τριών Μάγων, χρυσό, λιβάνι και σμύρνα, όταν επισκέφθηκαν τον νεογέννητο Ιησού στη Βηθλεέμ. Οι πλούσιοι συνήθιζαν να δίνουν ως δώρα ακριβά ρούχα και κοσμήματα, ενώ οι λιγότερο ευκατάστατοι έδιναν καλό φαγητό, ξύλα για τζάκι ή απλά ξύλινα παιχνίδια, όπως σβούρες και κούκλες. Οι δουλοπάροικοι ήταν αναμενόμενο να τιμήσουν τον κύριό τους με επιπλέον ψωμί και αυγά και ίσως με κοτόπουλο ανήμερα των Χριστουγέννων. Από την άλλη, οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες έδιναν δώρα σε ορισμένους από το προσωπικό τους, οι οποίοι μπορεί να λάμβαναν κάποια επιπλέον ρούχα ή προμήθειες για το χειμώνα. Τα δώρα δίνονταν ξανά την 1η Ιανουαρίου, συμβολίζοντας την καλοτυχία για το νέο έτος. Ένας ακόμη οιωνός για το μέλλον ήταν ο πρώτος επισκέπτης του νέου έτους. Οι άνθρωποι πήγαιναν στα σπίτια των άλλων την Πρωτοχρονιά, γνωστό ως «ποδαρικό» και για το λόγο αυτό προτιμούσαν ο πρώτος επισκέπτης να είναι άντρας με σκουρόχρωμα μαλλιά και πλατιά πόδια.
Κατά τον Μεσαίωνα, το φαγητό αποτελούσε μεγάλο κομμάτι στον εορτασμό των Χριστουγέννων, όπως εξάλλου και σήμερα. Οι πλούσιοι έπρεπε να στρώσουν τα ήδη όμορφα αρχοντικά τους τραπέζια και να προσφέρουν στους καλεσμένους τους κρέατα όπως ψητό παγώνι, κύκνος ή αγριογούρουνο και συνοδευτικά όπως σολομό και στρείδια. Τα επιδόρπια ήταν παρόμοια με τα σημερινά: καρύδια, πορτοκάλια, κέικ, κρέμες φρούτων, σύκα και χουρμάδες. Τα ποτά ήταν κυρίως γλυκό ή αρωματικό κρασί, μηλίτης και μπύρα. Το μεγάλο χριστουγεννιάτικο τραπέζι γινόταν ως επί το πλείστον νωρίς το μεσημέρι. Οι οικοδεσπότες άλλαζαν το τραπεζομάντηλο μετά από κάθε γεύμα. Η ψυχαγωγία περιλάμβανε μουσική, ακροβάτες, γελωτοποιούς και θεατρικά έργα στα οποία συμμετείχαν πλανόδιοι τροβαδούροι. Προκειμένου να μην ξεφύγει η κατάσταση με τους εορτασμούς, φύλακες πληρώνονταν για να διαφυλάσσουν τις ιδιοκτησίες κατά τη διάρκεια αυτών των δωδεκαήμερων διακοπών και κυρίως κατά τη διάρκεια των μεγάλων εορτασμών που λάμβαναν χώρα την παραμονή της 6ης Ιανουαρίου, γνωστή ως «Δωδέκατη νύχτα».
Οι φτωχοί γιόρταζαν με πιο ταπεινούς τρόπους ψυχαγωγίας, όπως ήταν οι κάρτες και τα ζάρια, τα κάλαντα, τα μουσικά όργανα, τα επιτραπέζια παιχνίδια, οι λαϊκές ιστορίες και παραδοσιακά παιχνίδια όπως να υποδύεται κάποιος «τον βασιλιά της γιορτής» αν έβρισκε ένα φασόλι στο ψωμί ή στο κέικ. Όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να μιμηθούν τον «βασιλιά» (πρόκειται για ένα παιχνίδι αντιστροφής ρόλων, παρόμοιο με τον «Άρχοντα της Κακής Διακυβέρνησης» που έπαιζαν στα Σατουρνάλια). Οι εκκλησίες και οι αδελφότητες διοργάνωναν δημόσιες δωρεάν εκδηλώσεις, όπως κουκλοθέατρο, παντομίμα και επιδείξεις. Υπήρχαν επίσης μεταμφιεσμένοι μίμοι, επαγγελματίες ψυχαγωγοί που πήγαιναν σε σπίτια και έδιναν την παράστασή τους με αντάλλαγμα ένα μικρό χρηματικό ποσό ή ένα ρόφημα. Μία ακόμη μεσαιωνική συνήθεια που υπάρχει μέχρι και σήμερα είναι η προσφορά βοήθειας σε λιγότερο εύπορους ανθρώπους. Τα αποφάγια από το μεγάλο γεύμα συχνά δίνονταν στους φτωχούς, ενώ κάποιοι τυχεροί ήταν προσκεκλημένοι στο ίδιο το τραπέζι, όπως για παράδειγμα δύο από τους υπηρέτες του άρχοντα.
Περίοδος Ελισάβετ Α’
Καθώς η περίοδος του Μεσαίωνα έφτανε προς το τέλος της, ο κυρίαρχος ρόλος της μεσαιωνικής εκκλησίας στις ζωές των ανθρώπων άρχισε να αποδυναμώνεται. Η συμμετοχή σε συγκεκριμένες εκκλησιαστικές λειτουργίες παρέμεινε υποχρεωτική βάσει νόμου, όμως η απέχθεια της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης για την εικόνα της εκκλησίας και την παρουσία σε αυτήν πράγματι περιόρισε σε ένα βαθμό το μεγαλείο των χριστουγεννιάτικων λειτουργειών. Κατά την περίοδο της Ελισάβετ Α’ (1558-1603), οι «άγιες μέρες» εξακολουθούσαν να αποτελούν την κύρια αιτία για εθνική «αργία», όρος που χρησιμοποιήθηκε τότε για πρώτη φορά. Ωστόσο, υπήρξαν και κάποιες άλλες λαϊκές δραστηριότητες που καθιερώθηκαν ως δημοφιλείς παραδόσεις. Για παράδειγμα, η Δεύτερη Έλευση ήταν περίοδος νηστείας πριν τα Χριστούγεννα που ξεκινούσε στις 30 Νοεμβρίου, την ημέρα του Αγίου Ανδρέα. Έκτοτε, όμως, λειτουργούσε περισσότερο ως αντίστροφη μέτρηση για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, οι οποίες απείχαν 12 μέρες. Εκείνη την περίοδο, περισσότερα παιδιά πήγαιναν σχολείο σε σχέση με τον Μεσαίωνα, και τους δίνονταν δύο εβδομάδες διακοπές.
Ανταλλαγές δώρων γίνονταν και τότε, με την ιδέα ότι την περίοδο αυτή του χρόνου πρέπει να γίνονται περισσότερες φιλανθρωπίες. Η παράδοση ανταλλαγής δώρων την 1η Ιανουαρίου παρέμεινε ζωντανή, δεδομένου ότι και η ίδια βασίλισσα Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας την ακολουθούσε. Συχνά λάμβανε από τους αυλικούς της δώρα όπως κοσμήματα, πολυτελή φορέματα και βεντάλιες από φτερά. Οι πιο φτωχοί έδιναν καρφίτσες, γάντια και φρούτα.
Αυτό για το οποίο όλοι ανυπομονούσαν περισσότερο ήταν πιθανόν το φαγητό. Πράγματι το χριστουγεννιάτικο γεύμα είχε γίνει πια τόσο πολυτελές, με αποτέλεσμα ο μάγειρας του σπιτιού να χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για να το προετοιμάσει. Για το λόγο αυτό, η αργία ξεκινούσε από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή από τις 24 Δεκεμβρίου, και συνήθως αργά το απόγευμα. Έκτοτε, η 25η Δεκεμβρίου θεωρούταν η μεγαλύτερη μέρα των διακοπών όσον αφορά τους εορτασμούς και τις εκδηλώσεις, υποσκιάζοντας όλα όσα γίνονταν τη δωδέκατη νύχτα.
Στα σπίτια, που διακοσμούνταν με φυτά και κεριά, το γεύμα περιλάμβανε πολύ κρέας και θαλασσινά, αφού σπάνια υπήρχαν επισκέπτες σε άλλες περιόδους του χρόνου. Πίτες, κέικ φρούτων με μπαχαρικά καθώς και το χοιρινό τουρσί ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή πιάτα. Εξίσου γνωστό ήταν και ένα είδος μπύρας με μπαχαρικά, που συνήθως έπιναν από ένα καφέ μπολ με τη συνοδεία μουσικής. Παιχνίδια (κυρίως με κάρτες) και κάθε μορφή διασκέδασης συνέχισαν να είναι σημαντικά όπως και πριν. Οι κοινωνικοί κανόνες ήταν χαλαροί, όπως εξάλλου ήταν αναμενόμενο. Στιγμές που προκαλούσαν γέλιο και αποτελούσαν ευκαιρία για να δείξουν οι άνθρωποι την νοημοσύνη τους ήταν όταν έπαιζαν παιχνίδια αντιστροφής ρόλων των φύλων, όταν μαθητευόμενοι μπορούσαν να επιβληθούν έναντι των δασκάλων τους και όταν δύο απλοί πολίτες έπρεπε να προσποιηθούν τον βασιλιά και τη βασίλισσα της γιορτής. Όποιοι έβρισκαν ένα φασόλι και ένα μπιζέλι αντίστοιχα στο κέικ με τα μπαχαρικά αποκαλούνταν μονάρχες.
Τα Χριστούγεννα ήταν ευκαιρία για ταξίδια και περιήγηση στα αξιοθέατα. Τα ταξίδια με άλογα και άμαξα ήταν χρονοβόρα και άβολα, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν δημόσιοι δρόμοι. Παρ’ όλα αυτά, όσοι δεν πτοούνταν επισκέπτονταν αξιοθέατα όπως το «Χρυσό Ελάφι» του Φράνσις Ντρέικ στο Λονδίνο, το πρώτο αγγλικό πλοίο που πραγματοποίησε τον περίπλου της Γης (1577-1580). Τα βασιλικά κοσμήματα στον Πύργο του Λονδίνου αποτελούσαν έναν ακόμη δημοφιλή πόλο έλξης κατά την περίοδο των Τυδώρ.
Η ονομασία αυτή καθ’ αυτή των Χριστουγέννων μπήκε στο στόχαστρο κατά την περίοδο της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, όταν η αναφορά στην καθολική λειτουργία δεν επιτρεπόταν εντός της αγγλικανικής εκκλησίας. Η γιορτή των Χριστουγέννων απειλήθηκε από τους πουριτανούς, δηλαδή τους χριστιανούς εξτρεμιστές που προτιμούσαν να νηστεύουν ανήμερα των Χριστουγέννων. Για καλή τύχη όλων, η απόφαση για την κατάργηση των Χριστουγέννων βάσει νόμου αναστράφηκε το 1660. Εν τέλει η γιορτή παγιώθηκε και θεωρήθηκε η πιο σημαντική όλου του χρόνου, αντικαθιστώντας εν προκειμένω τη γιορτή του Πάσχα για πολλούς ανθρώπους.
Βικτωριανή περίοδος
Μία ακόμη περίοδος-σταθμός στον τρόπο εορτασμού των Χριστουγέννων ήταν αυτή της βασιλείας της Βικτώριας από το 1837 έως το 1901, κατά την οποία προστέθηκαν σημαντικές καινούργιες παραδόσεις και έκτοτε κατέχουν σημαντική θέση. Οι άνθρωποι της εποχής εξέφραζαν μία νοσταλγία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων της μεσαιωνικής περιόδου. Όπως αρκετοί τώρα ωραιοποιούν με μελαγχολία τα Χριστούγεννα της Βικτωριανής περιόδου, έτσι και κατά τον 19ο αιώνα, συγγραφείς όπως ο Γουόλτερ Σκοτ (1771-1832) εγκωμίαζαν τα Χριστούγεννα του παρελθόντος. Στην ουσία, η αργία αυτή θεωρούταν μία άσκηση για τη σύλληψη αυτού του ασύλληπτου μύθου της παλιάς χρυσής εποχής, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με πολλούς τρόπους. Οι Βικτωριανοί υποστήριζαν με βεβαιότητα ότι μεσαιωνικές δραστηριότητες όπως η παρακολούθηση εκκλησιαστικής λειτουργίας το πρωί των Χριστουγέννων, το συμπόσιο, τα παιχνίδια, τα δώρα και η παντομίμα εξακολουθούσαν να έχουν σημαντική αξία και να θεωρούνται απαραίτητες.
Ο σύζυγος της βασίλισσας Βικτώριας, ο πρίγκιπας Άλμπερτ της Σαξονίας-Κοβούργου και Γκότα (1819-61) εισήγαγε στη Βρετανία την παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου, κάτι που ήταν ήδη δημοφιλές στη χώρα του. Παρ’ όλο που δεν ήταν το πρώτο βασιλικό πρόσωπο που είχε χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Αγγλία, από το 1841 ο πρίγκιπας Άλμπερτ ξεκίνησε μία παράδοση που άντεξε στο χρόνο και που διαδόθηκε σύντομα στα σαλόνια όλης της χώρας. Η ιδέα διαδόθηκε επίσης από δημοφιλή περιοδικά, τα οποία αποκάλυπταν τους τρόπους εορτασμού της βασιλικής οικογένειας. Το γκι παρέμεινε σημαντικό στοιχείο της διακόσμησης, όμως εν τέλει το δέντρο αποτέλεσε τον βασικό στολισμό του σπιτιού. Το έλατο διακοσμούταν με κεριά και μικρά δώρα, όπως παιχνίδια, γλυκά, γούρια και ζαχαρωτά φρούτα, τα οποία κρέμονταν από τα κλαδιά προκειμένου να δοθούν στους καλεσμένους, των οποίων τα ονόματα μπορεί να ήταν γραμμένα πάνω στα δώρα.
Τραγουδούσαν κάλαντα και άλλα τραγούδια γύρω από το πιάνο ή μαζεύονταν μικρές ομάδες έξω από τα σπίτια για να τραγουδήσουν την παραμονή των Χριστουγέννων, με αντάλλαγμα ένα ποτήρι παντς ή μία ζεστή πίτα. Το πρώτο βιβλίο με κάλαντα εκδόθηκε το 1521. Οι Βικτωριανοί όμως ήταν αυτοί που διέδωσαν την παράδοση, συλλέγοντας ξεχασμένα κάλαντα αλλά παράλληλα προσθέτοντας τα δικά τους στις καινούργιες ανθολογίες.
Δεδομένης της εξέλιξης των ταχυδρομείων και της εισαγωγής του πρώτου γραμματόσημου (γνωστό ως «Penny Black») το 1840, μία νέα παράδοση αναπτύχθηκε, κατά την οποία έστελναν χριστουγεννιάτικες κάρτες σε φίλους και συγγενείς που ζούσαν μακριά. Η συνήθεια αυτή καθιερώθηκε πρώτη φορά στην Αγγλία το 1843. Οι κάρτες αυτές έβγαιναν σε όλα τα σχήματα και μεγέθη, ενώ χρησιμοποιούταν η τεχνική της λιθογραφίας, ζωγραφίζονταν στο χέρι και συχνά διέθεταν κορδέλες και δαντέλα. Πολλές θεματολογίες απεικονίζονταν στις κάρτες, με την πιο γνωστή όμως να είναι ένα χιονισμένο τοπίο, κάτι που συμβόλιζε τους απανωτούς δύσκολους χειμώνες της Αγγλίας κατά τις δεκαετίες του 1830 και του 1840. Έκτοτε, τα Χριστούγεννα με χιόνι αποτελούσε όλο και πιο σπάνιο φαινόμενο, όμως η εικόνα στη φαντασία των ανθρώπων είχε αποτυπωθεί.
Τα καταστήματα διέθεταν τεράστια γκάμα δώρων. Επίσης, στόλιζαν τις βιτρίνες τους με γιρλάντες για να προσελκύσουν τους αναποφάσιστους καταναλωτές ενώ αρκετά από αυτά έστελναν καταλόγους με τα δώρα σε όσους δεν μπορούσαν να τα επισκεφτούν. Πλέον δεν υπήρχαν χειροποίητα παιχνίδια, αφού υπήρχε μαζική παραγωγή από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Τα παιχνίδια δεν ήταν πλέον απλά αντικείμενα φτιαγμένα από ξύλο, αλλά είχαν εξελιχθεί πολύ. Μικροσκοπικοί μηχανισμοί έκαναν τις κούκλες να περπατούν και τα τραίνα να κυλούν. Τα δώρα πλέον δίνονταν ως επί το πλείστον είτε την παραμονή είτε ανήμερα των Χριστουγέννων. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, στις 26 Δεκεμβρίου (γνωστή στη Βρετανία ως «Boxing Day»), οι εργοδότες σύμφωνα με την παράδοση έδιναν ένα κουτί με δώρα και απομεινάρια στους υπηρέτες και τους εργάτες τους.
Εκείνος, όμως, που δίνει τα καλύτερα δώρα είναι φυσικά ο Άγιος Βασίλης. Η χαρούμενη αυτή μορφή με τη μακριά άσπρη γενειάδα, που επισκέπτεται σπίτια την παραμονή των Χριστουγέννων για να αφήσει δώρα στα καλά παιδιά προέρχεται από τον Άγιο Νικόλα του 4ου αι., τον αρχιεπίσκοπο της Μύρας στην Ανατολία, ο οποίος αντλούσε χαρά μοιράζοντας δώρα, συμπεριλαμβανομένου και σάκους από χρυσό. Ο τρόπος παράδοσης των δώρων έγινε γνωστός από τότε, όταν ο παραλήπτης λάμβανε τον χρυσό από την καμινάδα, που στη συνέχεια έπεφτε μέσα σε μία κάλτσα. Ο Άγιος γιορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου, ενώ σε πολλές χώρες σήμερα, εκείνη την ημέρα τα παιδιά κρεμούν τις κάλτσες ή τις παντόφλες τους. Η ιδέα του Άγιου Βασίλη δεν προέρχεται μονάχα από τον Άγιο Νικόλαο, αλλά και από τη λαογραφία του «Πνεύματος των Χριστουγέννων», η οποία εξηγεί και την πιο χαρούμενη και αγαπητική πλευρά του. Τα χαρακτηριστικά αυτά αρέσουν στα παιδιά και γι’ αυτό του αφήνουν κάποιο είδος αλκοολούχου ποτού την παραμονή. Ο Άγιος Βασίλης έχει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περιοχή, όπως για παράδειγμα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Απ’ ότι φαίνεται, η αμερικάνικη εκδοχή του άντρα με την κόκκινη στολή και την κοιλιά – που εμφανίστηκε γύρω στο 1850 – κέρδισε τις εντυπώσεις και κυριάρχησε ως η μορφή που φέρνει τα καλύτερα δώρα.
Για αρκετούς οι συνθήκες ζωής είχαν καλυτερεύσει, γεγονός που σήμαινε ότι το χριστουγεννιάτικο γεύμα αποτελούταν από καλό κρέας. Στη βόρεια Αγγλία δημοφιλές ήταν το ψητό μοσχάρι, ενώ στη νότια η χήνα. Ωστόσο με το πέρας των αιώνων, η γαλοπούλα απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά τραπέζια. Ακόμη και οι λιγότερο εύπορες οικογένειες μπορούσαν να έχουν κάποιο μεγάλο πτηνό για τα Χριστούγεννα, πληρώνοντας εβδομαδιαία για να το έχουν ανήμερα, το οποίο και μαγειρευόταν σε κάποιο αρτοποιείο. Πέρα από το κρέας, υπήρχαν σούπες, στρείδια, αρνί, ζελέ, φρούτα, καρύδια και οτιδήποτε άλλο μπορούσε η οικογένεια να αγοράσει για το μεγαλύτερο τραπέζι της χρονιάς.
Το δείπνο έκλεινε με μία χριστουγεννιάτικη πουτίγκα στον ατμό με δαμάσκηνα (τα οποία στη Βικτωριανή εποχή αντικαταστάθηκαν από σταφίδες). Μέσα στην πουτίγκα τοποθετούταν ένα ασημένιο νόμισμα, όπως γινόταν και με το φασόλι στο κέικ κατά τον Μεσαίωνα. Το γλυκό διακοσμούταν με κλωναράκια από γκι και καλυπτόταν από ρούμι ή μπράντι. Ήταν τόσο σημαντικό κομμάτι των Χριστουγέννων, που ακόμη και οι ναύτες, οι φαροφύλακες και οι εξερευνητές έπαιρναν μαζί τους μία εκείνη την ημέρα. Οι πίτες με κιμά ήταν δημοφιλής, ενώ στη συνέχεια έγιναν γνωστές οι πίτες με κρέας και φρούτα (οι πρώτες δεν υπάρχουν στη μοντέρνα εκδοχή του πιάτου). Το κέικ φρούτων με μπαχαρικά της περιόδου της Ελισάβετ έγινε η παραδοσιακή χριστουγεννιάτικη τούρτα, την οποία και έτρωγαν μετά το γεύμα ή ως δείπνο, συνοδευόμενη συνήθως από λίγο τυρί και ένα ποτήρι κρασί.
Το τραπέζι διακοσμούταν με «χριστουγεννιάτικες κροτίδες», δηλαδή ρολά από χαρτί των οποίων τις άκρες τραβούσαν δύο άνθρωποι και έπεφταν από μέσα μικρά παιχνίδια, γούρια, γλυκά, χάρτινα καπέλα και ρητά. Κάποιες οικογένειες συνέχιζαν να τρώνε το χριστουγεννιάτικο μεσημεριανό λίγο αργότερα απ’ ότι συνήθως, ενώ κάποιες άλλες επέλεγαν το χριστουγεννιάτικο δείπνο. Μετά το γεύμα, υπήρχαν χοροί, τραγούδια, απαγγελίες, ίσως και κάποια ταχυδακτυλουργικά ή μαγικά από κάποιον επισκέπτη. Έπαιζαν και παιχνίδια όπως αινίγματα, τυφλόμυγα, κυνηγητό ή τον Δράκο (έπρεπε να πάρουν τις σταφίδες μέσα από ένα φλεγόμενο μπολ από μπράντι).
Όλες αυτές οι χριστουγεννιάτικες δραστηριότητες της Βικτωριανής περιόδου παγιώθηκαν και διατηρήθηκαν για τις μελλοντικές γενιές μέσα από τις αναφορές που έκαναν συγγραφείς της εποχής εκείνης. Ο Τσαρλς Ντίκενς (1812-1870) ήταν αυτός που το έκανε με μεγαλύτερη επιτυχία. Το έργο του Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, με την ιστορία του τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ, αποτελεί βασικό κομμάτι των Χριστουγέννων από τη στιγμή της δημοσιοποίησής του το 1843.
Οι παραδόσεις, φυσικά, συνεχίζουν να γίνονται όλο και περισσότερες, όπως για παράδειγμα είναι ο Ρούντολφ, το ελάφι με την κόκκινη μύτη, τα παιδιά που συναντούν τον Άγιο Βασίλη στο τοπικό πολυκατάστημα και τα χριστουγεννιάτικα ημερολόγια με σοκολάτες. Στις μέρες μας πια, μπορεί τα φωτάκια να έχουν αντικαταστήσει τα κεριά πάνω στο δέντρο, μπορεί οι εκκλησίες να μην έχουν τόσο κόσμο, ο κορμός Yule να είναι πια σοκολατένιος και πολλές κάρτες να είναι ηλεκτρονικές, όμως οι παραδόσεις που μετρούν αιώνες, συνεχίζουν να γιορτάζονται κάθε χρονιά, δίνοντας χαρά και έμπνευση, όπως άλλωστε έκαναν από πάντα.
Το ρολόι δίχνει μεσάνυχτα. Το ακούς μέσα στην ησυχία της νύχτας των Χριστουγέννων όπως δεν το έχεις ακούσει ποτέ άλλοτε. Η μεγάλη μέρα έφτασε στο τέλος της. Αν βρίσκεσαι σε μία ξένη χώρα, θα ξαφνιαστείς από τη μοναξιά σου. Θα καταλάβεις πόσο Χριστούγεννα θυμίζει η γιορτή στο σπίτι.
Christmas London, Τζορτζ Σιμς
(Miall, 149)
Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο στην εκλιπούσα μητέρα του συγγραφέα, Ρουθ Κάρτραϊτ, η οποία με καλή διάθεση έκανε προετοιμασίες για να διαβεβαιώσει ότι κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα θα ήταν γεμάτα χαρά και φως, με γιορτινή διάθεση.