Οι αρχαίοι ολυμπιακοί αγώνες ήταν μία αθλητική διοργάνωση που διεξαγόταν κάθε 4 χρόνια στον ιερό τόπο της Ολυμπίας, στη δυτική Πελοπόννησο, προς τιμήν του Δία, του υπέρτατου θεού της ελληνικής θρησκείας. Οι ολυμπιακοί αγώνες, που περιλάμβαναν συμμετέχοντες και θεατές από όλη την Ελλάδα – και όχι μόνο – αποτελούσαν το σημαντικότερο πολιτιστικό γεγονός στην αρχαία Ελλάδα και διοργανώνονταν από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ., μετρώντας έτσι 293 συνεχόμενες ολυμπιάδες. Οι αγώνες αυτοί ήταν τόσο σημαντικοί για την αρχαιότητα, που χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς στα ημερολόγια.
Η προέλευση των αγώνων
Οι αθλητικές διοργανώσεις αρχικά σχετίζονταν με επικήδειες τελετουργίες, κυρίως ηρώων και όσων είχαν πέσει στη μάχη, όπως για παράδειγμα τα «ἆθλα του Πατρόκλου» στην Ιλιάδα του Ομήρου. Στην Ολυμπία συγκεκριμένα ορισμένες μυθολογικές αναφορές τιμούν τον Δία με τους αγώνες αυτούς, προκειμένου να γιορτάσουν τη νίκη του έναντι του Κρόνου, ενώ άλλες αναφορές δείχνουν ότι ο ήρωας Πέλοπας τους ξεκίνησε για να τιμήσει τον Οινόμαο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άθληση, το υγιές σώμα και το ανταγωνιστικό πνεύμα αποτελούσαν μεγάλο κομμάτι της εκπαίδευσης των Ελλήνων, επομένως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα οργάνωναν αθλητικούς διαγωνισμούς, όπως είχε ήδη συμβεί στον προγενέστερο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες διεξήχθησαν το 776 π.Χ. στην πρώτη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο (κοντά στα μέσα Ιουλίου) προς τιμήν του Δία. Ο νικητής του ενός και μοναδικού αγωνίσματος, του σταδίου (αγώνας δρόμου) ήταν ο Κορόιβος ο Ηλείος. Από τότε καταγραφόταν κάθε νικητής και κάθε ολυμπιάδα έπαιρνε το όνομα αυτού, δίνοντάς μας έτσι την πρώτη ακριβή χρονολογία του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ολυμπιάδα δεν ονομαζόταν μόνο η διοργάνωση αλλά και η περίοδος μεταξύ των αγώνων. Κατά τη διάρκεια μίας τρίμηνης πανελλήνιας εκεχειρίας, αθλητές και ίσα με 40.000 θεατές ήρθαν από όλη την Ελλάδα για να συμμετάσχουν στους αγώνες της Ολυμπίας. Στη συνέχεια, διοργανώθηκαν και άλλοι αγώνες σε άλλα ιερά μέρη, όπως οι Δελφοί, τα Ίσθμια και η Νεμέα, αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν το μεγαλύτερο κύρος.
Οι αγώνες ξεκινούσαν με μία πομπή, η οποία άρχιζε από την πόλη υποδοχής, την Ήλις και κατέληγε στην Ολυμπία. Την πομπή αυτή καθοδηγούσαν οι ελλανοδίκες (δικαστές). Κατά την άφιξή τους στην Ολυμπία, όλοι οι αθλητές και οι υπεύθυνοι έδιναν έναν όρκο για να τηρήσουν όλους τους θεσπισμένους κανόνες των διαγωνισμών και για να αγωνιστούν με τιμή και σεβασμό. Η πιο σημαντική θρησκευτική τελετή της διοργάνωσης ήταν η θυσία 100 βοδιών στο βωμό του Δία, γνωστή και ως εκατόμβη, η οποία διεξαγόταν στο τέλος των αθλητικών διοργανώσεων.
Οι θεατές
Κήρυκες ή αλλιώς σπονδοφόροι, στέλνονταν από την Ήλις σε όλη την Ελλάδα για να αναγγέλλουν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Θεατές έρχονταν όχι μόνο από την ηπειρωτική χώρα αλλά και από τα νησιά, την Ιωνία και τη Μεγάλη Ελλάδα. Προκειμένου να διευκολυνθούν στη μετακίνησή τους οι θεατές και οι αθλητές και προς ένδειξη σεβασμού της θρησκευτικής αξίας των αγώνων, κηρυσσόταν εκεχειρία σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Στην αρχή, η εκεχειρία ίσχυε για έναν μήνα, αλλά τους επόμενους αιώνες επεκτάθηκε κατά τρεις μήνες. Απαγορευόταν η διεξαγωγή πολέμων, η μεταφορά όπλων στην περιοχή της Ήλιδος και η παρεμπόδιση των θεατών, των αθλητών ή των θεωριών (οι επίσημες αποστολές συγκεκριμένων πόλεων) όταν έρχονταν από οποιοδήποτε μέρος και έπρεπε να διασχίσουν οποιοδήποτε έδαφος.
Η πόλη της Ολυμπίας θα πρέπει να κατακλυζόταν από κόσμο κατά τη διάρκεια των αγώνων, με μαζικά πλήθη ενθουσιασμένων θεατών να μένουν σε πρόχειρους χώρους κατασκήνωσης (μόνο αργότερα επιτρεπόταν η διαμονή για τους επισκέπτες) και να θαυμάζουν τα πολυάριθμα αγάλματα και κτήρια της περιοχής. Πωλητές τροφίμων, τεχνίτες, μουσικοί, ποιητές και φιλόσοφοι εκμεταλλεύονταν στο έπακρο την κοσμοσυρροή, για να διαφημίσουν την πραμάτεια του ή να γνωστοποιήσουν τις ιδέες τους. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των θεατών που παρευρίσκονταν σε κάθε αγώνα, ωστόσο γνωρίζουμε ότι περίπου 45.000 θεατές, συμπεριλαμβανομένων ανδρών, σκλάβων και ξένων, παρακολουθούσαν τους αγώνες από τα αναχώματα του σταδίου, στο οποίο λάμβαναν μέρος τα βασικότερα γεγονότα. Οι θεατές συμμετείχαν ενεργά στα δρώμενα υποστηρίζοντας έντονα τους αθλητές και προσφέροντας λουλούδια και φύλλα δάφνης στους νικητές.
Οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν ή να παρακολουθήσουν τους αγώνες, αν και τα νεαρά κορίτσια μπορούσαν να βρίσκονται μέσα στο πλήθος. Μία μονάχα εξαίρεση υπήρχε στον κανόνα αυτό, η ιέρεια της θεάς Δήμητρας Χαμύνης. Μία γνωστή παραβίαση του κανόνα αυτού είναι η περίπτωση της Καλλιπάτειρας. Είχε προπονήσει τον γιο της, Πεισίροδο, και όταν κέρδισε τον αγώνα, εκείνη, πανηγυρίζοντας υπερβολικά την νίκη του μέσα στο πλήθος, έβγαλε τα ρούχα της και έτσι αποκαλύφθηκε το φύλο της. Εν τέλει όμως δεν της επιβλήθηκε η προβλεπόμενη θανατική ποινή, καθώς προερχόταν από μία οικογένεια της οποίας τα μέλη είχαν στεφθεί νικητές σε αγωνίσματα. Έκτοτε, όμως, όλοι οι προπονητές υποχρεούνταν να μην φορούν ρούχα – όπως και οι αθλητές – προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια γεγονότα στο μέλλον.
Οι αθλητές
Οι αθλητές προπονούνταν υπό την επίβλεψη των επαγγελματιών προπονητών (γυμναστές) ή των ειδικών εκπαιδευτών (παιδοτρίβες), οι οποίοι γνώριζαν τον καλύτερο τρόπο για την ενδυνάμωση συγκεκριμένων μυών, την καταλληλότερη διατροφή και τον κατάλληλο αριθμό ασκήσεων που έπρεπε να γίνουν. Οι αθλητές που διακρίνονταν συνήθως τιμούσαν τους προπονητές τους στήνοντάς τους άγαλμα στο μέρος των αγώνων. Υπήρχαν επίσης και οι αλείπτες, οι οποίοι άλειφαν τους αθλητές με λάδι και τους έκαναν μαλάξεις πριν και μετά την προπόνηση.
Οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί, κατά πάσα πιθανότητα για να μπορούν να κινηθούν άνετα. Μπορούσαν να συμμετάσχουν όλοι οι Έλληνες άνδρες που ήταν ελεύθεροι. Η λίστα μάλιστα των νικητών δείχνει τον πανελλήνιο χαρακτήρα των αγώνων, αφού ερχόντουσαν από κάθε μεριά της Ελλάδας, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, επιτρεπόταν να συμμετάσχουν και οι ξένοι αθλητές. Νικητής θεωρούταν αυτός που κέρδιζε όλους τους άλλους διαγωνιζόμενους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ρεκόρ χρόνων και αποστάσεων που να έχουν καταρριφθεί από νικητές αθλητές, καθώς δεν θεωρούνταν τόσο σημαντικά. Η αντίληψη που επικρατούσε ήταν να βγει κανείς πρώτος μεταξύ των άλλων και όχι να καταρρίψει ρεκόρ.
Το "στάδιον"
Για τους πρώτους 12 Ολυμπιακούς Αγώνες, το στάδιον αποτελούσε το μοναδικό αγώνισμα και παρέμεινε το πιο σημαντικό σε όλη την ιστορία των αγώνων. Ο αγώνας αφορούσε μία απόσταση ενός σταδίου, δηλαδή 600 ποδιών ή 192 μ., ενώ υπήρχαν και προκριματικοί αγώνες, οι νικητές των οποίων πήγαιναν απευθείας στον τελικό αγώνα. Οι αθλητές επιλέγονταν κατά τύχη και για λόγους εντιμότητας, με τον ίδιο τρόπο σχηματίζονταν τα ζευγάρια για τα υπόλοιπα αγωνίσματα. Ο τελικός νικητής του σταδίου μπορούσε επίσης να δώσει το όνομά του στην Ολυμπιάδα που συμμετείχε, ώστε να μείνει το όνομά του στην ιστορία.
Τα υπόλοιπα αγωνίσματα
Κατά την πάροδο του χρόνου, προστέθηκαν και άλλα αγωνίσματα, φτάνοντας τα 18 στον αριθμό, τα οποία διεξάγονταν σε σύνολο πέντε ημερών:
- Ο δίαυλος: αγώνας δρόμου με διπλή διαδρομή του σταδίου. Εισήχθη στους αγώνες το 724 π.Χ.
- Ο δόλιχος: αγώνας δρόμου απόστασης από 7 έως 20 στάδια, το οποίο εισήχθη το 720 π.Χ.
- Η πάλη: Προστέθηκε στους αγώνες το 708 π.Χ. Οι αθλητές έπρεπε να ρίξουν τον αντίπαλό τους στο έδαφος τρεις φορές για να θεωρηθούν νικητές.
- Το πένταθλο: Επίσης προστέθηκε το 708 π.Χ. Όλα τα αθλήματα διεξάγονταν σε μία μέρα, με την εξής σειρά: το άλμα εις μήκος (ο αθλητής προσγειωνόταν σε έναν λάκκο με μαλακό χώμα, κρατώντας στα χέρια του βάρη ή αλτήρες με τη συνοδεία μουσικής), η δισκοβολία (ο δίσκος ήταν είτε από πέτρα, από σίδερο ή χαλκό), το στάδιον, ο ακοντισμός (το ακόντιο ήταν φτιαγμένο από ξύλο και ο αθλητής το έριχνε χρησιμοποιώντας ένα δερμάτινο λουρί) και η πάλη. Δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος ανακήρυξης του νικητή. Κατά πάσα πιθανότητα προέκυπτε αν κέρδιζε στα τρία από τα πέντε αθλήματα.
- Η πυγμαχία: Εισήχθη στα ολυμπιακά αγωνίσματα το 688 π.Χ. Οι αθλητές φόραγαν στα χέρια τους λωρίδες από δέρμα (ιμάντες). Αρχικά χρησίμευαν για την προστασία τους, στη συνέχεια όμως εξελίχθηκαν σε καταστροφικά όπλα, αφού προστέθηκαν και μεταλλικά εξαρτήματα. Απαγορεύονταν μονάχα τα χτυπήματα κάτω από τη μέση και τα κρατήματα. Δεν έλειπαν οι σοβαροί τραυματισμοί, ενώ δεν ήταν απίθανο και κάποιος να σκοτωθεί.
- Το τέθριππον: το αγώνισμα αυτό προστέθηκε το 680 π.Χ. Αφορούσε έναν αγώνα δρόμου με άρμα που συρόταν από τέσσερα άλογα. Το μήκος της διαδρομής ήταν δέκα ή δώδεκα γύροι του ιπποδρόμου. Το 384 π.Χ. προστέθηκε μία νέα εκδοχή, όπου τα άλογα αντικαταστάθηκαν με πουλάρια και διένυαν μία απόσταση 8 γύρων.
- Ο κέλης: Στο αγώνισμα αυτό ο αναβάτης έκανε έξι φορές το γύρο του ιπποδρόμου. Ξεκίνησε να διοργανώνεται το 648 π.Χ., ενώ το 256 π.Χ. προστέθηκε η εκδοχή με πουλάρια.
- Το παγκράτιον: Ήταν ένας συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας, που εισήχθη στους αγώνες το 648 π.Χ. Ήταν ένα βάρβαρο αγώνισμα και απαγορευόταν να δαγκώσουν ή να βγάλουν τα μάτια του άλλου, μολονότι οι αθλητές δεν φόραγαν τις επικίνδυνες δερμάτινες λωρίδες που φόραγαν οι παλαιστές.
- Ο οπλιτόδρομος: Ο αγώνας δρόμου με αμυντική πανοπλία (κράνος, ασπίδα και δόρυ) και διαδρομή μεταξύ 2 και 4 σταδίων προστέθηκε στη λίστα των ολυμπιακών αγωνισμάτων το 520 π.Χ. Παραδοσιακά ήταν το τελευταίο αγώνισμα του προγράμματος.
- Η απήνη: Αγώνας με άρματα που σύρονταν από δύο μουλάρια και προστέθηκε το 500 π.Χ. (αποσύρθηκε όμως το 444 π.Χ.)
- Η κάλπη: Ιπποδρομία φοράδων που εισήχθη το 496 π.Χ. (σταμάτησε το 444 π.Χ.).
- Η συνωρίς: Ιπποδρομία με δύο άλογα που διένυαν απόσταση οκτώ γύρων του ιπποδρόμου και εισήχθη το 408 π.Χ. Το 268 π.Χ. προστέθηκε μία εκδοχή με πουλάρια σε τρεις γύρους.
- Αγωνίσματα για σαλπιγκτές και κήρυκες: έγιναν μέρος των Ολυμπιακών Αγώνων το 396 π.Χ. Διεξάγονταν την πρώτη μέρα και οι νικητές – όσων δηλαδή η φωνή ή ο ήχος έφτανε πιο μακριά – αποκτούσαν το προνόμιο να αναγγέλλουν τους νικητές την τελευταία ημέρα, στην επίσημη τελετή απονομής των βραβείων.
Οι κανόνες των αγώνων και οι κριτές
Οι αθλητές έπρεπε να πάνε στην Ολυμπία ένα μήνα πριν την έναρξη των αγώνων για να προπονηθούν. Επιπλέον, έπρεπε να δηλώσουν ότι προπονούνταν για τουλάχιστον 10 μήνες. Αποκλείονταν από τους αγώνες όσοι δεν ήταν Έλληνες, οι σκλάβοι, οι δολοφόνοι, όσοι είχαν καταδικασθεί για βεβήλωση ναού και όλοι όσοι δεν είχαν σεβαστεί την εκεχειρία. Πράγματι, υπήρχαν πόλεις που ανήκαν στην τελευταία αυτή κατηγορία, όπως για παράδειγμα ήταν η Σπάρτη το 420 π.Χ.
Τους αγώνες επέβλεπαν εκπαιδευμένοι κριτές από την Ήλις, οι λεγόμενοι Ελλανοδίκες (ή αγωνοθέτες), οι οποίοι είχαν και αυτοί διάφορους βοηθούς, όπως ήταν οι αλύτες (αστυνομικοί). Στις πρώτες 49 διοργανώσεις, υπήρχε μονάχα ένας κριτής, αλλά με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν και άλλοι, φτάνοντας τους 12, οι οποίοι μοιράστηκαν ανάμεσα στα διάφορα αγωνίσματα. Αρχικά, το αξίωμα ήταν κληρονομικό και εφ’ όρου ζωής, αλλά αργότερα οι κριτές επιλέγονταν από την Ήλις με κλήρο. Οι Ελλανοδίκες είχαν το δικαίωμα να αποκλείσουν και τα επιβάλλουν πρόστιμα στους αθλητές που παραβίαζαν οποιονδήποτε κανόνα. Φορούσαν πορφυρούς μανδύες, ενώ στο στάδιο καθόντουσαν σε ειδικές θέσεις προς τιμήν τους. Κανείς δεν μπορούσε να ανακαλέσει τις αποφάσεις των Ελλανοδικών. Ωστόσο, οι ίδιοι οι Ελλανοδίκες κρίνονταν από μία επιτροπή γερόντων και έτσι, αν ένας αθλητής ασκούσε έφεση, επιβαλλόταν πρόστιμο στον εμπλεκόμενο κριτή.
Οι κανόνες καταπατούνταν πολύ σπάνια, αλλά όταν αυτό γινόταν, στους αθλητές επιβαλλόταν από αποκλεισμό και πρόστιμο μέχρι και μαστίγωμα. Τα πρόστιμα πληρώνονταν τόσο στο ιερό όσο και στον αδικημένο αθλητή. Αν ο παραβάτης δεν πλήρωνε το πρόστιμο, τότε η πόλη την οποία εκπροσωπούσε έπρεπε να το πληρώσει ή να αποκλειστεί από την επόμενη διοργάνωση. Μέρος των εσόδων από τα πρόστιμα αξιοποιούνταν για να στήσουν αγάλματα του Δία, γνωστά ως Ζάνες. Ορισμένες από τις βάσεις των αγαλμάτων αυτών υπάρχουν ακόμη στον ιερό τόπο σήμερα.
Τα έπαθλα των αγώνων
Οι Ελλανοδίκες προσέφεραν στον νικητή κάθε αγωνίσματος τον κότινο, ένα στεφάνι από φύλλα αγριελιάς, καθώς και ένα κλαδί ελιάς από το ιερό δέντρο Καλλιστέφανος. Η ελιά ήταν σημαντική καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι τα δέντρα ελιάς της Ολυμπίας είχαν φυτευτεί αρχικά από τον Ηρακλή. Ένα ακόμη βραβείο ήταν μία κόκκινη μάλλινη κορδέλα, την οποία φορούσαν οι νικητές στο μπράτσο ή γύρω από το κεφάλι. Κυρίως όμως απονεμόταν το βραβείο αυτό στους αναβάτες των αρμάτων, καθώς ήταν στην ουσία ο ιδιοκτήτης του αλόγου που λάμβανε το στεφάνι.
Μετά τους αγώνες, οι νικητές καλωσορίζονταν στις πόλεις τους ως ήρωες. Συνήθως έμπαιναν στην πόλη με την ακολουθία πομπής, όπου ίππευαν ένα άρμα με τέσσερα άλογα. Οι νικητές συμμετείχαν σε τεράστια συμπόσια που είχαν διοργανωθεί προς τιμήν τους και τους δίνονταν προνόμια, όπως εξαιρούνταν από κάποιο φόρο και προσκαλούνταν να γίνουν μέλος της πολιτικής ελίτ. Και οι πόλεις λάμβαναν κύρος από τις νίκες στους αγώνες και για τον λόγο αυτό, προσέφεραν μερικές φορές οικονομικά κίνητρα στους αθλητές, όπως το βραβείο 500 δραχμών του Σόλωνα (πρόκειται για ένα μεγάλο ποσό, δεδομένου ότι ένα πρόβατο κόστιζε εκείνη την εποχή μία δραχμή).
Ωστόσο, το πραγματικό βραβείο για τους νικητές ήταν η δόξα, η φήμη και η ιστορική αθανασία, με την πραγματική έννοια της λέξης. Λάμβαναν τη φήμη τους ενώ ήταν εν ζωή, όμως διατηρούταν ζωντανή μετά το θάνατό τους μέσω της λίστας που αναγράφονταν οι νικητές, προσωπικών αγαλμάτων και ωδών νίκης γραμμένες προς τιμήν τους.
Διάσημοι Ολυμπιονίκες
Υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι αθλητές που κέρδισαν φήμη και δόξα σε πολλούς αγώνες. Ο Κρότων από την νότια Ιταλία κέρδισε τρεις συνεχόμενους αγώνες σταδίου από το 488 έως το 480 π.Χ. Ο Φάνας ο Πελληνεύς κατάφερε να κερδίσει σε τρία αγωνίσματα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 521 π.Χ., στο στάδιο, στον δίαυλο και στον οπλιτόδρομο. Ο Λεωνίδας ο Ρόδιος πήγε ακόμα καλύτερα, αφού κέρδισε και στα τρία αυτά αγωνίσματα σε τέσσερις διαδοχικές διοργανώσεις, από το 164 έως το 152 π.Χ. Ένα κατόρθωμα που σχεδόν ταιριάζει με αυτό είναι του Ερμογένη του Ξάνθιου, γνωστός και ως ίππος, ο οποίος κέρδισε σε οκτώ αγώνες δρόμου μέσα σε τρεις ολυμπιάδες από το 81 έως το 89 μ.Χ. Ο Μίλων ο Κροτωνιάτης κέρδισε στον αγώνα πάλης πέντε φορές από το 532 έως το 516 π.Χ., ενώ ο δρομέας Άστυλος ο Κροτωνιάτης στεφανώθηκε έξι φορές μέσα σε τρεις ολυμπιάδες, αυτή του 488, του 484 και του 480 π.Χ. Τέλος, ο Ηρόδωρος ο Μεγαρεύς κέρδισε σε δέκα συνεχόμενους αγώνες σαλπιγκτών, από το 328 έως το 292 π.Χ.
Οι αγώνες και το κύρος τους προσέλκυαν επίσης διάσημους αγωνιστές εκτός αθλητικού χώρου. Ο σπουδαίος Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Αλκιβιάδης κέρδισε σε τρεις αρματοδρομίες το 416 π.Χ. Ο Φίλιππος β’ της Μακεδονίας κέρδισε στο αγώνισμα της ιπποδρομίας το 356 π.Χ., ενώ επανέλαβε το σερί νικών του στις αρματοδρομίες στους αγώνες του 352 και του 348 π.Χ. Επίσης ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρων κέρδισε πανηγυρικά σε κάθε αγώνισμα που συμμετείχε το 65 μ.Χ. Αυτοί οι ισχυροί πολιτικοί αρχηγοί προσπάθησαν ακόμα να εκμεταλλευτούν το κύρος των επιτυχιών τους στην Ολυμπία, κόβοντας νομίσματα για να γιορτάσουν τις νίκες τους.
Η πρώτη γυναίκα Ολυμπιονίκης ήταν η Κυνίσκα το 392 π.Χ. Αν και δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να συμμετάσχουν στους αγώνες, μπορούσαν να έχουν δικά τους άλογα και στην ουσία ήταν ο ιδιοκτήτης του αλόγου που κέρδιζε το βραβείο του στεφανιού ελιάς. Πολλές ακόμα γυναίκες προσπάθησαν να μιμηθούν την Κυνίσκα. Συγκεκριμένα οι Σπαρτιάτισσες είχαν μεγάλη φήμη στα αγωνίσματα ιππασίας στην Ολυμπία.
Το τέλος των αγώνων
Οι αγώνες συνεχίστηκαν να διεξάγονται κατά την Ελληνιστική περίοδο. Προστέθηκαν περισσότερες κτηριακές εγκαταστάσεις στην Ολυμπία, προσφέρονταν περισσότερες ανέσεις στους θεατές, ενώ αυξήθηκε ο επαγγελματισμός και η εξειδίκευση των αθλητών στα αγωνίσματα. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, παρά τις όποιες αλλαγές που έγιναν στην παράδοση των αγώνων, όπως ήταν η μεταφορά των αγώνων του 80 π.Χ. στη Ρώμη από τον Σύλλα, οι αγώνες εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς, ενώ το κύρος τους ενισχύθηκε χάρη σε ελληνόφιλους αυτοκράτορες, όπως ο Ανδριανός. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ήταν αυτός που τελικά αποφάσισε πως όλες οι πρακτικές λατρείας, συμπεριλαμβανομένων και των αγώνων, έπρεπε να σταματήσουν. Έτσι, οι τελευταίοι Ολυμπιακοί αγώνες διεξήχθησαν το 393 μ.Χ., μετά από συνολικά 293 διοργανώσεις, που διήρκησαν πάνω από μία χιλιετία.