Το πρώτο μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ., οι αρχαίες ελληνικές πόλεις – κράτη, πολλές από τις οποίες ήταν ναυτικές δυνάμεις, άρχισαν να αναζητούν εδάφη και πόρους πέρα από την Ελλάδα, ιδρύοντας αποικίες σε όλη τη Μεσόγειο. Οι εμπορικές επαφές ήταν συνήθως το πρώτο βήμα στη διαδικασία αποικισμού και αργότερα, όταν οι τοπικοί πληθυσμοί υποτάσσονταν ή ενσωματώνονταν στην αποικία, ιδρύονταν πόλεις. Αυτές οι πόλεις είχαν διαφόρων βαθμών επαφές με τις μητροπόλεις τους, αλλά οι περισσότερες έγιναν πλήρως ανεξάρτητες πόλεις – κράτη, μερικές φορές έντονα ελληνικές σε χαρακτήρα και σε άλλες περιπτώσεις πολιτισμικά πιο κοντά στους αυτόχθονες λαούς με τους οποίους γειτόνευαν και συμπεριλάμβαναν στο σώμα των πολιτών τους. Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες αυτής της διαδικασίας, σε γενικές γραμμές, ήταν ότι η κυκλοφορία αγαθών, ανθρώπων, τέχνης και ιδεών την περίοδο αυτή, διέδωσε ευρέως τον ελληνικό τρόπο ζωής στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αδριατική, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Βόρεια Αφρική. Συνολικά, οι Έλληνες ίδρυσαν περίπου 500 αποικίες, στις οποίες ζούσαν έως 60.000 Έλληνες άποικοι και μέχρι το 500 π.Χ., αυτές οι νέες επικράτειες θα αντιπροσώπευαν το 40% του Ελληνικού Κόσμου.
Εμπόριο και Πόροι
Οι Έλληνες ήταν σπουδαίοι θαλασσοπόροι και ταξίδεψαν σε όλη τη Μεσόγειο, αναζητώντας με ζήλο νέα εδάφη και νέες ευκαιρίες. Ακόμα και η ελληνική μυθολογία περιέχει ιστορίες εξερεύνησης, όπως αυτή του Ιάσωνα και της αναζήτησής του για το Χρυσόμαλλο Δέρας και εκείνη του μεγαλύτερου ήρωα ταξιδευτή, του Οδυσσέα. Πρώτα αποικίστηκαν τα νησιά γύρω από την Ελλάδα - για παράδειγμα η πρώτη αποικία στην Αδριατική ήταν η Κόρκυρα (Κέρκυρα), που ιδρύθηκε από την Κόρινθο το 733 π.Χ. - και έπειτα, οι εξερευνητές κοίταξαν πιο μακριά. Οι πρώτοι αποικιστές με την ευρύτερη έννοια, ήταν οι έμποροι και εκείνες οι μικρές ομάδες που επιδίωξαν να αξιοποιήσουν νέους πόρους και να αρχίσουν μια νέα ζωή μακριά από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και τον υπερπληθυσμό της πατρίδας.
Τα εμπορικά κέντρα και οι ελεύθερες αγορές (εμπορία) ήταν οι πρόδρομοι των αποικιών καθαυτών. Από τα μέσα του 8ου ως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., οι ελληνικές πόλεις – κράτη και μεμονωμένες ομάδες, άρχισαν να επεκτείνονται εκτός Ελλάδας, πιο σκόπιμα και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, η διαδικασία του αποικισμού ήταν πιθανότατα πιο σταδιακή και οργανική απ’ όσο υποστηρίζουν οι αρχαίες πηγές. Ακόμα, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής βαθμός αποικισμού και ενσωμάτωσης των τοπικών πληθυσμών. Σε κάποιες περιοχές της Μεσογείου, ιδρύθηκαν αμέσως ελληνικές πόλεις, ενώ σε άλλες υπήρχαν μόνο εμπορικοί σταθμοί, με προσωρινούς κατοίκους, όπως εμπόρους και ναυτικούς. Ο ίδιος ο όρος «αποικισμός» συνεπάγεται την κυριαρχία στους αυτόχθονες λαούς, ένα αίσθημα πολιτιστικής ανωτερότητας των αποικιστών και μία ιδιαίτερη πολιτιστική πατρίδα που ελέγχει και οδηγεί ολόκληρη τη διαδικασία. Αυτό δεν συνέβαινε απαραίτητα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και επομένως, με αυτή την έννοια, ο ελληνικός αποικισμός ήταν μια πολύ διαφορετική διαδικασία από, για παράδειγμα, τις πολιτικές ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Είναι, λοιπόν, μια διαδικασία που περιγράφεται καλύτερα ως «πολιτισμική επαφή» (De Angelis in Boyes-Stones et al, 51).
Η εγκαθίδρυση αποικιών σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, επέτρεψε την εξαγωγή ειδών πολυτελείας, όπως εκλεκτής ποιότητας ελληνική κεραμική, κρασί, λάδι, έργα μεταλλοτεχνίας και κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, καθώς και την παραγωγή πλούτου από τη γη - για παράδειγμα ξυλεία, μέταλλα και γεωργικά προϊόντα (ιδίως σιτηρά, αποξηραμένα ψάρια, και δέρματα) - και συχνά έγιναν επικερδείς εμπορικοί κόμβοι και πηγή παροχής σκλάβων. Μια μητρόπολη μπορούσε να ιδρύσει μια αποικία, προκειμένου να δημιουργήσει στρατιωτική παρουσία σε μια περιοχή και έτσι να προστατεύσει τις προσοδοφόρες θαλάσσιες οδούς. Ακόμα, οι αποικίες αποτελούσαν μια ζωτική γέφυρα για τις ευκαιρίες εσωτερικού εμπορίου. Ορισμένες αποικίες κατάφεραν ακόμη και να ανταγωνιστούν τις μητροπόλεις τους. Οι Συρακούσες, για παράδειγμα, σταδιακά μετατράπηκαν στην μεγαλύτερη πόλη ολόκληρου του ελληνικού κόσμου. Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι Έλληνες δεν είχαν το πεδίο ελεύθερο. Και οι αντίπαλοι πολιτισμοί δημιούργησαν αποικίες, ειδικά οι Ετρούσκοι και οι Φοίνικες, και μερικές φορές, αναπόφευκτα, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ αυτών των μεγάλων δυνάμεων.
Μεγάλη Ελλάδα
Οι ελληνικές πόλεις ενδιαφέρθηκαν σύντομα για την εύφορη γη, τους φυσικούς πόρους και τα καλά λιμάνια του «Νέου Κόσμου» - της νότιας Ιταλίας και Σικελίας. Τελικά, οι Έλληνες άποικοι κατέκτησαν τον ντόπιο πληθυσμό και σφράγισαν με την ταυτότητά τους στην περιοχή σε τέτοιο βαθμό, ώστε την ονόμασαν «Μεγάλη Ελλάδα». Θα γινόταν το πιο «ελληνικό» από όλα τα αποικισμένα εδάφη, τόσο από πολιτιστική άποψη όσο και από την άποψη του αστικού τοπίου, με τους δωρικούς ναούς να είναι το πιο εντυπωσιακό σύμβολο εξελληνισμού. Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας ήταν:
- Κύμη (η πρώτη ιταλική αποικία, ιδρύθηκε το 740 π.Χ. από την Χαλκίδα και την Κύμη)
- Νάξος (734 π.Χ., Χαλκίδα)
- Σύβαρις (π. 720 π.Χ., Ελίκη/Τροιζήνα)
- Κρότων (π. 710, Αχαιοί)
- Τάρας (706 π.Χ. Σπάρτη)
- Ρήγιο (π. 720 π.Χ. Χαλκίδα)
- Ελέα (π. 540 π.Χ., Φώκαια)
- Θούριοι (π. 443 π.Χ., Αθήνα)
- Ηράκλεια Λευκανική (433 π.Χ., Τάρας
Στη Σικελία, οι κύριες αποικίες περιελάμβαναν τις πόλεις:
- Συρακούσες (733, π.Χ., ιδρύθηκε από την Κόρινθο)
- Γέλα (688 π.Χ., Ρόδος/Κρήτη)
- Σελινούς (π. 630 π.Χ.)
- Ιμέρα (π. 630 π.Χ., Μεσσήνη)
- Ακράγας (π. 580 π.Χ., Γέλα)
Η γεωγραφική θέση αυτών των νέων αποικιών στο κέντρο της Μεσογείου, σήμαινε ότι μπορούσαν να ευημερήσουν ως εμπορικά κέντρα ανάμεσα στους μεγάλους πολιτισμούς της εποχής: Έλληνες, Ετρούσκους και Φοίνικες. Και πράγματι, ευημέρησαν τόσο, ώστε οι συγγραφείς εξιστόρησαν τα τεράστια πλούτη και τον εξεζητημένο τρόπο ζωής των κατοίκων τους. Ο Εμπεδοκλής, παραδείγματος χάρη, περιγράφει τους καλομαθημένους κατοίκους και τους ωραίους ναούς του Ακράγαντα στη Σικελία, ως ακολούθως: «οι Ακραγαντινοί ζουν σαν να πρόκειται να πεθάνουν αύριο και χτίζουν σαν να πρόκειται να ζήσουν για πάντα» (Ακραγαντίνοι τρυφώσι μεν ως αύριον αποθανούμενοι, οικίας δε κατασκευάζονται ως πάντα τον χρόνον βιωσόμενοι). Οι αποικίες δημιούργησαν και δικές τους αποικίες και εμπορικούς σταθμούς και με αυτόν τον τρόπο, επέκτειναν περαιτέρω την ελληνική επιρροή, συμπεριλαμβανομένων των βορειοτέρων ακτών της Ιταλίας στην Αδριατική. Ακόμα και στη βόρεια Αφρική ιδρύθηκαν αποικίες, με αξιοσημείωτη την Κυρήνη από την Θήρα το 630 π.Χ. και έτσι, έγινε σαφές ότι οι Έλληνες αποικιστές δεν θα περιορίζονταν στη Μεγάλη Ελλάδα.
Ιωνία
Οι Έλληνες δημιούργησαν οικισμούς στις ακτές της Ιωνίας (Μικρά Ασία) στο Αιγαίο, από τον 8ο αι. π.Χ. Στις σημαντικές αποικίες περιλαμβάνονταν η Μίλητος, η Έφεσος, η Σμύρνη και η Αλικαρνασσός. Παραδοσιακά, η Αθήνα διεκδικούσε τον τίτλο του πρώτου αποικιστή της περιοχής, για την οποία ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα και οι Λυδοί και οι Πέρσες. Η περιοχή έγινε πυρήνας πολιτιστικών εξελίξεων, ειδικά στην επιστήμη, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία και πατρίδα μερικών από τους μεγαλύτερους Έλληνες διανοητές. Ακόμα, καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά ρεύματα, αφομοιωμένα από την ανατολή, άρχισαν να επηρεάζουν και τη μητέρα πατρίδα: στοιχεία όπως κιονόκρανα με έλικες, σφίγγες και εκφραστική «ανατολίζουσα» κεραμική διακόσμηση, θα ενέπνεαν τους Έλληνες καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες να εξερευνήσουν νέους καλλιτεχνικούς δρόμους.
Γαλλία και Ισπανία
Η κύρια αποικιακή πόλη της νότιας Γαλλίας ήταν η Φώκαια, η οποία ίδρυσε με τη σειρά της, τις σημαντικές αποικίες της Αλαλίας και της Μασσαλίας (π. 600 π.Χ.). Επίσης, η πόλη ίδρυσε αποικίες ή, τουλάχιστον, εγκατέστησε ένα ευρύ εμπορικό δίκτυο, στην νότια Ισπανία. Σημαντικές πόλεις εκεί, ήταν το Εμπόριον (αποικία της Μασσαλίας με παραδοσιακή χρονολογία ίδρυσης το 575 π.Χ., αλλά πραγματική μάλλον αρκετές δεκαετίες αργότερα) και η Ρόδη. Οι αποικίες στην Ισπανία δεν ήταν τυπικά ελληνικές στον πολιτισμό τους, ο ανταγωνισμός με τους Φοίνικες ήταν σκληρός και σύμφωνα με τις ελληνικές γραπτές πηγές, η περιοχή φαίνεται ότι θεωρούνταν απόμακρη από τους Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας.
Η Μαύρη Θάλασσα
Η Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος για τους Έλληνες) ήταν η τελευταία περιοχή ελληνικής αποικιακής επέκτασης, όπου οι ιωνικές πόλεις επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τα πλούσια αλιευτικά πεδία και τα εύφορα εδάφη γύρω από τον Ελλήσποντο και τον Πόντο. Η πιο σημαντική αποικιστική πόλη ήταν η Μίλητος, η οποία πιστωνόταν στην αρχαιότητα – ίσως καθ’ υπερβολή – με 70 αποικίες. Οι σπουδαιότερες από αυτές ήταν οι:
- Κύζικος (675 π.Χ.)
- Σινώπη (π. 831 π.Χ.)
- Παντικάπαιον (π. 600 π.Χ.)
- Ολβία (π. 550 π.Χ.)
Τα Μέγαρα ήταν άλλη μία σπουδαία μητρόπολη και ίδρυσε την Χαλκηδόνα (π. 685 π.Χ.), το Βυζάντιο (668 π.Χ.) και την Ηράκλεια Ποντική (560 π.Χ.). Τελικά, σχεδόν ολόκληρη η Μαύρη Θάλασσα περικλείονταν από ελληνικές αποικίες, ακόμη και αν, όπως αλλού, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν πόλεμοι, συμβιβασμοί, γάμοι και διπλωματία με τους αυτόχθονες λαούς, για να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., οι αποικίες προσέφεραν φόρους και όπλα στην Περσική Αυτοκρατορία και σε αντάλλαγμα έλαβαν προστασία. Μετά την αποτυχία του Ξέρξη να εισβάλει στην Ελλάδα το 480 και το 479 π.Χ., οι Πέρσες απέσυραν το ενδιαφέρον τους από την περιοχή, γεγονός που επέτρεψε στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Ηράκλεια Ποντική και η Σινώπη, να επεκτείνουν τη δική τους ισχύ, μέσω της κατάκτησης τοπικών πληθυσμών και μικρότερων γειτονικών πόλεων. Η ευημερία που προέκυψε, έδωσε τη δυνατότητα στην Ηράκλεια να ιδρύσει δικές της αποικίες στις περιοχές αυτές, όπως τη Χερσόνησο στην Κριμαία, το 420 π.Χ.
Από την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 431 π.Χ., η Αθήνα έδειξε ενδιαφέρον για τον Πόντο, στέλνοντας αποικιστές και εγκαθιστώντας φρουρές. Η φυσική παρουσία των Αθηναίων ήταν βραχύβια, αλλά μεγάλη διάρκεια είχε η αθηναϊκή επιρροή στον πολιτισμό (ιδιαιτέρως στη γλυπτική) και στο εμπόριο (ειδικά των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας). Με την τελική αποχώρηση της Αθήνας, οι ελληνικές αποικίες αφέθηκαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να αντιμετωπίσουν μόνες την απειλή από γειτονικές δυνάμεις, όπως οι Βασιλικοί Σκύθες και τελικά, οι Μακεδόνες και ο Φίλιππος Β’.
Σχέσεις με την πατρίδα
Οι περισσότερες αποικίες οικοδομήθηκαν με βάση το πολιτικό μοντέλο της ελληνικής πόλης, αλλά οι μορφές διακυβέρνησης ποίκιλαν, όπως και στην Ελλάδα – ολιγαρχία, τυραννία, ακόμα και δημοκρατία – και μπορούσαν να διαφέρουν από εκείνες της ιδρύτριας μητρόπολης. Η ισχυρή ελληνική πολιτιστική ταυτότητα διατηρήθηκε μέσω της υιοθέτησης των ιδρυτικών μύθων και των ευρέως διαδεδομένων, ουσιωδώς ελληνικών χαρακτηριστικών της καθημερινής ζωής, όπως η γλώσσα, το φαγητό, η παιδεία, η θρησκεία, ο αθλητισμός, το γυμνάσιο και το θέατρο, με τα μοναδικά τραγικά και κωμικά έργα, η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η φιλοσοφία και η επιστήμη. Τόσο έντονα, ώστε μια ελληνική πόλη στην Ιταλία ή την Ιωνία μπορούσε, τουλάχιστον επιφανειακά, να μοιάζει και να συμπεριφέρεται όπως οποιαδήποτε άλλη πόλη στην Ελλάδα. Το εμπόριο διευκόλυνε σημαντικά τη δημιουργία ενός κοινού «ελληνικού» τρόπου ζωής. Αγαθά όπως το κρασί, οι ελιές, η ξυλεία και τα κεραμικά, εξάγονταν και εισάγονταν μεταξύ των πόλεων. Ακόμα και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες, μετεγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν εργαστήρια μακριά από την πόλη τους και έτσι, ναοί, γλυπτά και κεραμικά απέκτησαν αναγνωρίσιμο ελληνικό χαρακτήρα σε όλη τη Μεσόγειο.
Φυσικά, οι αποικίες ανέπτυξαν τη δική τους ταυτότητα, ειδικά εφόσον συχνά συμπεριλάμβαναν τους αυτόχθονες με τα δικά τους έθιμα και κάθε περιοχή αποικιών εμφάνιζε τις δικές της ιδιοσυγκρασίες και παραλλαγές. Επιπλέον, συχνές οι αλλαγές στις προϋποθέσεις για την απόδοση υπηκοότητας και η αναγκαστική επανεγκατάσταση πληθυσμών, σήμαινε ότι οι αποικίες ήταν συχνά πολυπολιτισμικές και πολιτικά ασταθείς και ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν μεγαλύτερη συχνότητα, σε σχέση με την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες αποικίες τα πήγαν εξαιρετικά καλά και τελικά, πολλές ξεπέρασαν τις ελληνικές ιδρυτικές υπερδυνάμεις.
Οι αποικίες σχημάτιζαν συμμαχίες με ομόφρονες γειτονικές πόλεις. Αντίθετα, υπήρξαν και συγκρούσεις μεταξύ των αποικιών, στην προσπάθειά τους να καθιερωθούν ως ισχυρές και πλήρως ανεξάρτητες πόλεις, που δεν ελέγχονταν από την μητρόπολή τους. Οι Συρακούσες στη Σικελία, είναι ένα τυπικό παράδειγμα μιας μεγάλης πόλης, που επιδίωκε διαρκώς να επεκτείνει την κυριαρχία της και να δημιουργήσει μια δική της αυτοκρατορία. Αποικιακές πόλεις που ίδρυσαν δικές τους αποικίες και έκοψαν το δικό τους νόμισμα, ενίσχυσαν την πολιτιστική και πολιτική τους ανεξαρτησία.
Αν και οι αποικίες μπορούσαν να είναι έντονα ανεξάρτητες, ταυτόχρονα αναμενόταν από αυτές να είναι ενεργά μέλη του ευρύτερου ελληνικού κόσμου. Αυτό μπορούσε να εκδηλώνεται με την παροχή στρατιωτών, πλοίων και χρημάτων σε περιόδους πολέμων, όπως οι Περσικοί και ο Πελοποννησιακός, την αποστολή αθλητών στις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα Νέμεα, την ανέγερση μνημείων στρατιωτικής νίκης στους Δελφούς, την εγγύηση ασφαλούς διέλευσης ξένων ταξιδιωτών μέσω της επικράτειάς τους ή την εξαγωγή και εισαγωγή πνευματικών και καλλιτεχνικών ιδεών, όπως των έργων του Πυθαγόρα και σχολών σαν της Ακαδημίας του Πλάτωνα, που προσέλκυε σπουδαστές απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο. Σε περιόδους ταραχής, οι αποικίες λάμβαναν βοήθεια από τις ιδρυτικές πόλεις και τους συμμάχους τους, ακόμα κι αν αυτό αποτελούσε πρόσχημα για τις επεκτατικές φιλοδοξίες των μεγαλύτερων ελληνικών κρατών. Ένα κλασικό παράδειγμα, είναι η Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων, το 415 π.Χ., που ξεκίνησε για να βοηθήσει την αποικία Έγεστα, τουλάχιστον επισήμως. Ακόμα, υπήρχε φυσική μετακίνηση ταξιδιωτών στον ελληνικό κόσμο, η οποία επιβεβαιώνεται από στοιχεία όπως η λογοτεχνία και το δράμα, τα αφιερώματα που άφησαν προσκυνητές σε ιερούς χώρους, όπως η Επίδαυρος και η συμμετοχή σε σημαντικές ετήσιες θρησκευτικές γιορτές, όπως τα Διονύσια της Αθήνας.
Οι διάφορες αποικίες είχαν προφανώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά η συλλογική επίδραση των συνηθειών που προαναφέρθηκαν, εξασφάλισε σε μια τεράστια περιοχή της Μεσογείου αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να περιγραφεί εύστοχα ως ο Ελληνικός Κόσμος. Η επίδραση αυτή ήταν τόσο μακροπρόθεσμη, που ακόμη και σήμερα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι οι πολίτες της νότιας Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας μοιράζονται κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά.