Ο Ιουστινιανός Α΄ βασίλευσε ως αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 527 μέχρι το 565 μ.Χ. Γεννήθηκε γύρω στο 482 μ.Χ. στο Ταυρήσιο, ένα χωριό της Ιλλυρίας. Ο θείος του Αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄ ήταν αυτοκρατορικός σωματοφύλακας, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του Αναστασίου το 518 μ.Χ. Ο Ιουστινιανός θεωρείται ένα από τους σπουδαιότερους ύστερους Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ξεκίνησε σημαντική στρατιωτική εκστρατεία για την ανάκτηση της Αφρικής από τους Βανδάλους (από το 533 έως το 534 μ.Χ.) και της Ιταλίας από τους Γότθους (από το 535 έως το 554 μ.Χ.). Επιπλέον διέταξε την ανακατασκευή του ναού της Αγίας Σοφίας (ξεκίνησε το 532 μ.Χ.) όπως επίσης και ένα διευρυμένο κατασκευαστικό πρόγραμμα που είχε ως αποτέλεσμα νέες εκκλησίες, μοναστήρια, φρούρια, υδραγωγεία και γέφυρες. Το άλλο του μεγάλο επίτευγμα ήταν η ολοκλήρωση των νομικών μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Corpus Juris Civilis (Ιουστινιάνειος Κώδικας) μεταξύ του 529 και του 534 μ.Χ. Ήταν η συγχώνευση όλων των Ρωμαϊκών νόμων που είχαν θεσπιστεί από την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.) μέχρι τότε. Τοποθετείται ανάμεσα στους μεγαλύτερους (και πιο αμφιλεγόμενους) ύστερους Ρωμαίους/Βυζαντινούς αυτοκράτορες στην ιστορία.
Πρώιμος Βίος του Ιουστινιανού
Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα σχετικά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιουστινιανού. Η μητέρα του Βιγιλαντία ήταν αδελφή του Εξκουβίτορα (Excubitor, Αυτοκρατορικός σωματοφύλακας). Ο Ιουστίνος υιοθέτησε τον ανιψιό του και τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη ώστε να διασφαλίσει τη μόρφωσή του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου, ο Ιουστινιανός λειτουργούσε ως άτομο της εμπιστοσύνης του και σύμβουλος. Έγινε Ύπατος το 521 μ.Χ. και έκτοτε διοικητής του Ανατολικού στρατού. Το 525 μ.Χ. παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, μια γυναίκα από φτωχικό υπόβαθρο και πιθανώς εταίρα.
Παρότι δεν υπήρξε ο ίδιος ενεργός στρατιωτικός, ο Ιουστινιανός ξεκίνησε ένα τεράστιο στρατιωτικό εγχείρημα με σκοπό την κατάληψη της Ιταλίας, της Σικελίας και της Αφρικής. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία, ωστόσο, άρχισε στην ανατολή. Στον Ιβηρικό πόλεμο (526 – 532 μ.Χ.) αντιμετώπισε την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών για τον έλεγχο του βασιλείου της Ιβηρίας στην οροσειρά του Καυκάσου (κατά προσέγγιση στο σημερινό κράτος της Γεωργίας). Αυτή η σύγκρουση αποτελούσε ένα μέτωπο του ευρύτερου πολέμου εναντίον της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας που χρονολογούνταν από την εποχή του Αναστασίου Α΄. Μετά από αρκετές μάχες, υπογράφηκε ανακωχή έπειτα από το θάνατο του Σασσανίδη Σάχη (αυτοκράτορα) Καβάδη Α΄ και τη διαδοχή του από το γιο του Χοσρόη Α΄.
Ο Ιουστινιανός και οι Βάνδαλοι
Οι Βάνδαλοι κατείχαν την πρωτεύουσα της Αφρικής Καρχηδόνα από το 439 μ.Χ. και από τότε επέκτειναν την επιρροή τους στην Αφρική, στην Τριπολιτανία, στην Κορσική, στη Σαρδηνία και στις Βαλεαρίδες Νήσους. Το 533 μ.Χ. ο Ιουστινιανός εξαπέλυσε μια προσπάθεια ανάκτησης αυτών των περιοχών για λογαριασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ξεκίνησε την άνοιξη του 533 μ.Χ. με μια εξέγερση εναντίον των Βανδάλων στην Τριπολιτανία (σημερινή Λιβυή), η οποία ενισχύθηκε από Ρωμαίους στρατιώτες από την αυτοκρατορική επαρχία της Κυρηναϊκής. Λίγο αργότερα, ο στρατηγός Βελισάριος (ο πιο επιτυχημένος στρατιωτικός ηγέτης του Ιουστιανιανιού) τέθηκε επικεφαλής μιας στρατιωτικής δύναμης που απέπλευσε με πλοία από το Αιγαίο, έκαναν μια στάση στη Σικελία και αποβιβάστηκαν στην Αφρική. Ακολούθησε μια σειρά από μάχες και το χειμώνα του 534 μ.Χ., ο Βάνδαλος βασιλιάς Γελίμερος παραδόθηκε, αφήνοντας την Αφρική στα χέρια των Ρωμαίων μετά από σχεδόν έναν αιώνα κυριαρχίας των Βανδάλων.
Ο Γοτθικός Πόλεμος και ο Τοτίλας
Οι Γότθοι είχαν τον έλεγχο της Ιταλίας και της Σικελίας, από το 476 μ.Χ., όταν ο τελευταίος Ρωμαίος Αυτοκράτορας της Δύσης, ο Ρωμύλος Αυγουστύλος, εκθρονίστηκε. Παρότι ο Γότθος Βασιλιάς της Ιταλίας (Rex Italiae) Οδόακρος αναγνώρισε την εξουσία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης επί του βασιλείου του, το Γοτθικό καθεστώς άρχισε να εφαρμόζει πολιτικές ανεξάρτητες της Ρωμαϊκής επιρροής. Η Ρωμαϊκή αριστοκρατία παρέμενε σε προνομιούχα θέση, ακόμα και μετά τη Γοτθική κατάκτηση, αλλά ξέσπασαν διαφωνίες και σύγκρουση το 524 μ.Χ. με την εκτέλεση του εξέχοντα Ρωμαίου πολιτικού Βοήθιου. Σε αυτές τις συνθήκες δυσαρέσκειας απέναντι στο Γοτθικό καθεστώς, ο Ιουστινιανός διέκρινε την ευκαιρία που αναζητούσε για να ανακτήσει την Ιταλία και τη Σικελία. Η ταχεία κατάκτηση της Αφρικής είχε ενθαρρύνει τον αυτοκράτορα και έστειλε το Βελισάριο με μια μικρή δύναμη να επιτεθεί στη Σικελία, η οποία γρήγορα πέρασε στους Ρωμαίους το 535 μ.Χ. Κατά το 540 μ.Χ., μετά από μια σειρά νικών και ηττών εναντίον των Γότθων και των συμμάχων τους στην Ιταλία όπως επίσης και στη Δαλματία (σημερινή Κροατία), οι Ρωμαίοι εξασφάλισαν την Ιταλία.
Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος του Γοτθικού πολέμου. Αν και η Ιταλία βρισκόταν στο μεγαλύτερο μέρος της υπό Ρωμαϊκή κατοχή, κάποιες πόλεις (όπως η Βερόνα) παρέμεναν στη Γοτθική σφαίρα επιρροής. Παρά την εκκωφαντική τους ήττα, τα υπολείμματα του Γοτθικού καθεστώτος βρήκαν στο πρόσωπο του Τοτίλα ένα νέο αρχηγό. Το Φθινόπωρο του 541 μ.Χ., ανακηρύχθηκε βασιλιάς, και λίγο αργότερα ηγήθηκε μιας επανάκτησης της Ιταλίας. Μολονότι ήταν επικεφαλής μιας σχετικά μικρής δύναμης, ο Τοτίλας βοηθήθηκε στην επίτευξη των στόχων του από διάφορα προβλήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Περίπου την ίδια περίοδο, νέες εχθροπραξίες ξέσπασαν ανάμεσα στον Ιουστινιανό και στην Αυτοκρατορίων των Σασσανιδών, το οποίο σήμαινε ότι θα έπρεπε να χωριστούν οι ανθρώπινοι και υλικοί μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το ξέσπασμα της επιδημίας πανώλης το 542 μ.Χ. (αργότερα ονομάστηκε πανώλη του Ιουστινιανού) έπληξε τη δυνατότητα της αυτοκρατορίας να ανταποκριθεί. Συνεπώς ο Τοτίλας κατάφερε να νικήσει στην πρώτη Ρωμαϊκή αντεπίθεση και κατέλαβε τη Νεάπολη μετά από πολιορκία το 543 μ.Χ. Η ίδια η Ρώμη άλλαξε χέρια τρεις φορές σε μια γρήγορη αλληλουχία, η οποία κατέληξε το 549 μ.Χ. στον Τοτίλα. Πριν από αυτό, ο Βελισάριος επιχείρησε να νικήσει τον Τοτίλα σε διάφορες περιστάσεις αλλά παρεμπιδίστηκε από την έλλειψη εφοδιασμού και υποστήριξης από τον Ιουστινιανό. Ο ανιψιός του Ιουστινιανού Γερμανός Ιουστίνος ανέλαβε μια νέα εκστρατεία, αλλά πέθανε το 551 μ.Χ. και τον διαδέχθηκε ο στρατηγός Ναρσής. Το 553 μ.Χ., ο Ναρσής νίκησε τον Τοτίλα και η Ιταλία έγινε για άλλη μια φορά Ρωμαϊκή.
Η βασιλεία του Ιουστινιανού κράτησε σχεδόν σαράντα έτη, αλλά δεν ήταν πάντοτε δημοφιλής. Το 529 μ.Χ. ο Ιουλιανός μπεν Σαμπάρ, μια μεσσιανική μορφή στην Παλαιστίνη, ηγήθηκε μιας επανάστασης του λαού των Σαμαριτών εναντίον της αυτοκρατορίας. Το 532 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη κυριεύτηκε από τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Η στάση του Νίκα κράτησε μια εβδομάδα, είχε αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων πολιτών και μετέτρεψε σε ερείπια το μνημειώδες κέντρο της πόλης. Μια δεύτερη εξέγερση των Σαμαριτών το 559 μ.Χ., πιο σημαντική και πιθανώς με την εμπλοκή και μέρους του Ιουδαϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης, καταπνίχθηκε μετά το θάνατο του Ιουστινιανού.
Ιουστινιάνειος Κώδικας
Στις αρχές της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον κορυφαίο νομικό της αυλής του, τον Τριβωνιανό, να συγκεντρώσει τις πολυάριθμες νομικές σημειώσεις, σχόλια και νόμους του Ρωμαϊκού νομικού συστήματος σε ένα μόνο κείμενο το οποίο θα διατηρούσε τη ισχύ του νόμου: αυτό ήταν το Codex Justinianus. Το 529 μ.Χ. δημοσιεύθηκε η πρώτη εκδοχή και το 534 μ.Χ. ακολούθησε η αναθεωρημένη δεύτερη (η οποία σε αντίθεση με την πρώτη διασώζεται μέχρι σήμερα). Το κείμενο έχει χωριστεί σε τίτλους σχετικά με συγκεκριμένες πλευρές του νόμου και συντάχθηκε στα λατινικά. Περιέχει επίσης νόμους σχετικά με τις αιρέσεις, την ορθοδοξία και τον παγανισμό.
Ο Βίος του Ιουστινιανού από τον Προκόπιο
Ο Ιουστινιανός είναι ο μοναδικός μεταξύ των Ρωμαίων αυτοκρατόρων του οποίου η ζωή καταγράφηκε σε δύο διαφορετικές πηγές από τον ίδιο συγγραφέα. Ο Προκόπιος από την Καισάρεια, ο οποίος ήταν νομικός γραμματέας του Στρατηγού Βελισάριου, συνέταξε το «De Bellis» («Υπέρ των πολέμων λόγοι») μεταξύ του 545 και του 553 μ.Χ., το οποίο καταγράφει τις επιτυχίες και κάποιες αποτυχίες των στρατιωτικών εκστρατειών που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας. Επίσης έγραψε το «De Aedificiis» («Περί κτισμάτων») ανάμεσα στο 550 και στον 557 μ.Χ., ένα έργο που περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια τα πολλά οικοδομικά εγχειρήματα που ανέλαβε ο αυτοκράτορας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ο Προκόπιος επιπλέον συνέταξε τα «Ανέκδοτα» (επίσης τιτλοφορούνται ως «Απόκρυφη ιστορία») μετά 550 και 562 μ.Χ., όπου ισχυρίζεται ότι αποκαλύπτει την αλήθεια για τη ζωή στην αυτοκρατορική αυλή. Παραθέτει λεπτομερώς τις υποτιθέμενες σεξουαλικές δραστηριότητες της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, την έλλειψη αποφασιστικότητας του αυτοκράτορα και την ισχύ που είχαν οι γυναίκες στην αυτοκρατορική αυλή. Χρησιμοποιώντας έναν πολύ αρνητικό τόνο στο κείμενο, δεν είναι ξεκάθαρο εάν ο Προκόπιος επιδίωκε να παρουσιάσει μια σατυρική άποψη της ζωής στην αυλή ή μια πιο ειλικρινή αναφορά σε σχέση με τις περιγραφές του στο De Bellis και στο De Aedificiis. Ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα φαίνεται να έχει χάσει την πίστη του στο καθεστώς του Ιουστινιανού, σε αντίθεση με τα θετικά συναισθήματα που είχε εκφράσει στα προηγούμενα έργα του.
Ο Ιουστινιανός θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αυτοκράτορες της ύστερης Ρωμαϊκής και Βυζαντινής ιστορίας. Τα επιτεύγματά του στα πεδία της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της νομικής μεταρρύθμισης και της κατάκτησης είναι αξιοσημείωτα για τα μέτρα οποιουδήποτε ηγέτη στην ιστορία. Τα έργα του Προκόπιου συνεισέφεραν σημαντικά στην κατανόηση αλλά και στην κριτική της βασιλείας του. Η Χριστιανική του πίστη ήταν παρούσα σε όλες τις πτυχές της δράσης του, προσθέτοντας ένα ακόμα βήμα στη μετατροπή των αυτοκρατόρων, πέρα από πολεμικούς και πολιτικούς ηγέτες, σε προστάτες της πίστης και της παράδοσης.