Ο Κωνσταντίνος Α΄, επίσης γνωστός ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 306 έως το 337 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.), συνειδητοποιώντας ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγάλη για να την κυβερνήσει επαρκώς ένας άνθρωπος, χώρισε την αυτοκρατορία του σε δύο τμήματα, δημιουργώντας μια τετραρχία. Ενώ ο ίδιος εξουσίαζε την ανατολή από τη Νικομήδεια ως «αύγουστος» με Γαλέριο ως «καίσαρά» του, στη δύση κυβερνούσε ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος ο Χλωρός αντιστοίχως. Ο γιος του Κωνστάντιου, ο Κωνσταντίνος, ήταν εκείνος που μια ημέρα θα νικούσε όλους τους διεκδικητές του θρόνου και θα επανένωνε την αυτοκρατορία, μεταφέροντας την πρωτεύουσα από την Παλαιά Ρώμη και χτίζοντας μια νέα πρωτεύουσα στην ανατολή, που κάποια στιγμή θα έφερε το όνομά του, την Κωνσταντινούπολη.
Πρώιμος Βίος
Παρότι οι πηγές δίνουν διαφορετικές εκδοχές για το ακριβές έτος της γέννησής του, ο Κωνσταντίνος (Γάιος Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος) γεννήθηκε στη Ναισσό της σημερινής Σερβίας μεταξύ του 272 και του 285 μ.Χ. Καθώς ο πατέρας του, πέρα από στρατιωτικός διοικητής, ήταν και καίσαρας της δύσης, ο Κωνσταντίνος έζησε το σύνολο της παιδικής και νεανικής του ηλικίας στην αυτοκρατορική αυλή, υπηρετώντας ως υψηλόβαθμος αξιωματικός του Διοκλητιανού. Ήδη από τη νιότη του, ο περίγυρός του διέκρινε έναν άνθρωπο με αστείρευτη ενέργεια. Υπό την κηδεμονία του αυτοκράτορα, έμαθε ότι η δουλειά ενός ηγεμόνα ήταν να υπερασπίζεται την αυτοκρατορία από κάθε εξωτερική δύναμη και να δημιουργήσει μια δίκαιη και με τάξη κοινωνία – κάτι που θα εφάρμοζε ο Κωνσταντίνος όταν θα γινόταν και ο ίδιος αυτοκράτορας.
Το Μάιο του 305 μ.Χ., οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν, αφήνοντας τους θρόνους τους στο Γαλέριο στην ανατολή (με τον Μαξιμίνο Δάιο ως καίσαρα) και τον Κωνστάντιο στη δύση (με το Φλάβιο Βαλέριο Σέρβιο ως καίσαρα). Αυτές οι τοποθετήσεις προσώπων δεν έγιναν ευπρόσδεκτες από όλους. Ο Μαξέντιος, γιος του Μαξιμιανού, και ο Κωνσταντίνος ένιωσαν προδομένοι, πιστεύοντας ο καθένας τους ότι άξιζε να λάβει τον τίτλο του καίσαρα. Αυτή η παράλειψη δεν επρόκειτο να λησμονηθεί και θα οδηγούσε τελικά σε μια μακρά, σφοδρή σύγκρουση για τον έλεγχο των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας. Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού, ο Γαλέριος (σε μια προσπάθεια να αμβλύνει τα συναισθήματα πικρίας) επέτρεψε στον απογοητευμένο Κωνσταντίνο να επιστρέψει στη δύση το 306 μ.Χ. για να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του πατέρα του. Προτού ο Κωνστάντιος υποκύψει στη λευχαιμία (ο λόγος για τον οποίο αποκαλούνταν Χλωρός, δηλαδή «Χλωμός») τον Ιούλιο του 306 μ.Χ. στο Γιορκ, ο Κωνσταντίνος είχε την ευκαιρία να εκστρατεύσει με τον πατέρα του στη Βρετανία εναντίον των Πίκτων. Στη Βρετανία ο νεοανακηρυγμένος αύγουστος κέρδισε τον τίτλο «Britannicus Maximus» για δεύτερη φορά.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Κωνσταντίνος συνέχισε να ενισχύει τη φήμη του ικανού άνδρα για την ανάληψη ταχείας και αποφασιστικής δράσης, όταν το 307 μ.Χ. επιτέθηκε στους Φράγκους. Εκεί απέδειξε ότι μπορούσε να ενεργήσει χωρίς έλεος καθώς σκότωσε δύο Φράγκους βασιλείς πετώντας τους στα θηρία του αμφιθεάτρου του Τρίερ (Augusta Treverorum). Ωστόσο, θα φανέρωνε κάποια συμπόνια αποκαθιστώντας την ιδιοκτησία της εκκλησίας που είχε κατασχεθεί νωρίτερα. Σιγά-σιγά κέρδισε το σεβασμό του στρατού, δείχνοντας στους άνδρες του, ακόμα και στους γηραιότερους και πιο πεπειραμένους, ότι μπορούσαν να τον εμπιστευτούν.
Έπειτα από το θάνατο του Κωνσταντίου και της επιτυχίας του στον πόλεμο στη Βρετανία, πολλοί περίμεναν ότι ο Κωνσταντίνος θα ανακηρυσσόταν νέος δυτικός αυτοκράτορας. Όμως, ο Σεβήρος (καίσαρας και στενός φίλος του Γαλέριου) ανήλθε σε αυτή τη θέση, παρά τον ισχυρισμό ότι ο Κωνστάντιος είχε ονομάσει το γιο του αύγουστο στο νεκροκρέβατό του. Πέρα από το όποιο επίσημο διάταγμα, ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε αύγουστος από το στρατό του. Όμως ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει αυτή την ανακήρυξη, και τον ονόμασε καίσαρα. Επιπλέον δεν πρέπει να παραληφθεί ότι ο Μαξέντιος, ο οποίος επίσης είχε παρακαμφθεί το 305 μ.Χ., αγνόησε τόσο το Γαλέριο όσο και τον Κωνσταντίνο και αυτοανακηρύχθηκε αύγουστος τον Οκτώβριο του 307 μ.Χ. Με την υποστήριξη του λαού της Ρώμης και της Πραιτωριανής Φρουράς, έλεγξε τη Σικελία, την Κορσική, τη Σαρδηνία και τμήματα της βόρειας Αφρικής. Εντέλει, έξι διαφορετικοί άνθρωποι διεκδικούσαν τον έλεγχο της δύσης.
Εξαιτίας της φιλίας του με το Γαλέριο, ο Σεβήρος συνάντησε τη δυσπιστία του Κωνσταντίνου και του κουνιάδου του Κωνσταντίνου Μαξεντίου, και, με σκοπό να νικήσουν το νέο αύγουστο, συμμάχησαν με τον πρώην αύγουστο Μαξιμιανό, ενώνοντας τις δυνάμεις τους εναντίον του Σεβήρου. Δυστυχώς για το Σεβήρο, που είχε λάβει εντολές να σταματήσει το Μαξέντιο, ο στρατός του τον εγκατέλειψε (είχε δωροδοκηθεί από το Μαξέντιο). Φοβούμενος για τη ζωή του, διέφυγε στη Ραβέννα για να συλληφθεί και να θανατωθεί έξω από τη Ρώμη. Ο θάνατός του παρακίνησε το Γαλέριο να εισβάλλει ανεπιτυχώς στη δύση. Το 308 μ.Χ. μια νέα τετραρχία σχηματίστηκε (με τη συμβουλή του Διοκλητιανού) με το Λικίνιο (έναν Ιλλυριό αξιωματικό του στρατού και φίλο του Γαλέριου) ως νέο αύγουστο και τον Κωνσταντίνο να διατηρεί τη θέση του καίσαρα. Για να αυξηθεί η σύγχυση, ο Μαξιμιανός (ο οποίος βρισκόταν στην αυλή του Κωνσταντίνου ως σύμβουλος) ανέστειλε την απόσυρσή του το 310 μ.Χ. και ανακοίνωσε ότι είναι ο νέος αύγουστος, υποστηρίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος πέθανε. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος βρισκόταν μακριά πολεμώντας τους Φράγκους, καταδίωξε το Μαξιμιανό μέχρι και λίγο έξω από τη Μασσαλία (η πόλη είχε αρνηθεί να παράσχει βοήθεια) και στην απόγνωσή του ο Μαξιμιανός απαγχονίστηκε.
Εν τω μεταξύ, η κατοχή της Ρώμης από το Μαξέντιο έφθινε. Είχε χάσει τη δημοφιλία του μεταξύ των κατοίκων της Ρώμης – τους είχε υπερφορολογήσει για να χτίσει μια νέα βασιλική και ένα μεγάλο άγαλμα του εαυτού του. Η περιφρόνησή του για το λαό είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά εξεγέρσεων οι οποίες σταμάτησαν μόνο με τη σφαγή αρκετών χιλιάδων Ρωμαίων. Ο Κωνσταντίνος ανάμενε υπομονετικά και έβλεπε την αυτοκρατορία στη δύση να αυτοκαταστρέφεται. Έπειτα συγκέντρωσε ένα στρατό σαράντα χιλιάδων, διέσχισε τις Άλπεις και εισέβαλλε στην Ιταλία.
Ο Κωνσταντίνος Γίνεται Αυτοκράτορας
Με λιγοστή υποστήριξη από την πόλη, ο Μαξέντιος άφησε τη Ρώμη για συναντήσει τον Κωνσταντίνο σε μια τελευταία κρίσιμη μάχη – τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας (Μουλβίας γέφυρας) το 312 μ.Χ. Την ημέρα πριν την έναρξη της μάχης, ο Κωνσταντίνος ανέφερε πως είδε ένα φωτεινό σταυρό στον ουρανό. Από κάτω του υπήρχε η επιγραφή «In Hoc Signo Vinces» ή «Εν τούτω νίκα». Εκείνη τη νύχτα, σε όνειρο έλαβε μια εξήγηση: ο Χριστός εμφανίστηκε μπροστά του λέγοντάς του να φέρει το σημείο του σταυρού στη μάχη. Την επόμενη ημέρα τα παλιά λάβαρα είχαν αντικατασταθεί με νέα που απεικόνιζαν το Χριστιανικό σύμβολο. Αν και μικρότερος, ο στρατός του Κωνσταντίνου νίκησε εύκολα εκείνον του Μαξεντίου, ο οποίος διέφυγε πίσω στη Ρώμη. Ωστόσο, πριν φτάσει στην πόλη, έπεσε σε έναν ποταμό και πνίγηκε. Το πτώμα του βρέθηκε το επόμενο πρωί μαζί με τους σωρούς πολλών άλλων. Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο Χριστιανισμό αποτελεί για τους ιστορικούς σημείο καμπής για την ιστορία, μια συγχώνευση της εκκλησίας και του κράτους. Ο Κωνσταντίνος αμέσως πήρε τον πλήρη έλεγχο της δύσης. Ως νέος αύγουστος στη δύση, προήλασε προς τη Ρώμη. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν η έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, δηλαδή την ανεκτικότητα προς όλες τις θρησκείες, το οποίο αργότερα θα συνυπέγραφε με το Λικίνιο.
Ο Γαλέριος υπηρετούσε ως ανατολικός αυτοκράτορας, με το Μαξιμίνο Δαΐα στη θέση του καίσαρα. Αφότου πέθανε ο Γαλέριος από καρκίνο (στο νεκροκρέβατό του ανακάλεσε όλα τα αντιχριστιανικά διατάγματά του), ο Μαξιμίνος και ο Λικίνιος συγκρούστηκαν για τον έλεγχο της ανατολής, μοιράζοντας, τελικά, μεταξύ τους αυτό το τμήμα της αυτοκρατορίας. Ο Λικίνιος πήρε τη Μικρά Ασία και τις ανατολικές επαρχίες. Η συγκεκριμένη συμφωνία δεν θα κρατούσε και το 313 μ.Χ. πολέμησαν στις πεδιάδες της Θράκης. Όπως ο Κωνσταντίνος στη Μιλβία γέφυρα, ο Λικίνιος πολέμησε φέροντας το σημείο του σταυρού. Όμως δεν το έπραξε εκ πεποιθήσεως αλλά για να κερδίσει την υποστήριξη των Χριστιανών. Ο αντίπαλός του, ο Μαξιμίνος είχε υποσχεθεί να τους εξαλείψει. Παρά τον υποδεέστερο αριθμό στρατιωτών, ο Λικίνιος νίκησε και μετά την αυτοκτονία του Μαξιμίνου εξουσίασε την ανατολή. Για να αποφύγει κινδύνους και να διασφαλίσει τα δικαιώματά του στο θρόνο, αμέσως εκτέλεσε τους γιους του Σεβήρου και τον Γαλέριου, την οικογένεια του Μαξιμίνου, ακόμα και την κόρη του Διοκλητιανού.
Υπήρξε μια αμήχανη εκεχειρία ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και στο Λικίνιο, εν μέρει εξαιτίας του γάμου του Λικινίου με την ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου, την Κωνσταντία. Στην πρώτη τους συνάντηση στο πεδίο της μάχης τον Οκτώβριο του 316 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος νίκησε στην Κίβαλη. Η δεύτερη μάχη κοντά στην Αδριανούπολη έληξε με παραχώρηση εδαφών των Βαλκανίων στον Κωνσταντίνο. Μέσα στα επόμενα χρόνια, άλλαξε η στάση του Λικίνιου απέναντι στους Χριστιανούς με εκτελέσεις και καταστροφή εκκλησιών. Αυτό ήταν αρκετό για να ωθήσει τον Κωνσταντίνο στη συγκέντρωση στρατού και νίκησε το Λικίνιο σε μια ακόμα μάχη κοντά στην Αδριανούπολη. Ο ηττημένος διέφυγε από το πεδίο της μάχης διασχίζοντας το Βόσπορο. Το Σεπτέμβριο του 324 μ.Χ. ο Λικίνιος ηττήθηκε στο τέλος στη Χρυσούπολη και παραδόθηκε. Ο Λικίνιος έλπιζε ότι θα επέστρεφε στη ζωή του ιδιώτη, παραχώρηση στην οποία ανταποκρίθηκε αρχικά ο Κωνσταντίνος, όμως τελικά δεν κράτησε το λόγο του και ο Λικίνιος απαγχονίστηκε το 325 μ.Χ. Ακόμα και ο εννιάχρονος γιος του φονεύθηκε. Η νίκη του Κωνσταντίνος θα ένωνε ξανά την αυτοκρατορία.
Βυζάντιο
Ο 52χρονος Κωνσταντίνος ήταν, πλέον, ο μόνος αυτοκράτορας της αυτοκρατορίας και μαζί επέστρεψε η αίσθηση της σταθερότητας. Ο Κωνσταντίνος συνειδητοποίησε ότι η Παλαιά Ρώμη δεν ήταν η πόλη που ήθελε για πρωτεύουσα και, παρά τα πολλά οικοδομικά έργα που εγκαινίασε εκεί, παρήκμαζε. Η Ρώμη δεν ήταν πλέον χρηστική (ο Κωνσταντίνος είχε διαλύσει ακόμα και την Πραιτωριανή Φρουρά) και η Νικομήδεια δεν εξετάστηκε ποτέ γιατί ήταν η πρωτεύουσα που ταυτίστηκε με το Διοκλητιανό. Χρειαζόταν μια νέα πρωτεύουσα και παρότι σκέφτηκε την τοποθεσία της αρχαίας Τροίας, ο Κωνσταντίνος τελικά βρήκε αυτό που ήθελε, στο Βυζάντιο. Η αρχαία πόλη ήταν τοποθετημένη στρατηγικά στην Ευρωπαϊκή πλευρά των Στενών του Βοσπόρου και έτσι θα έλεγχε την κίνηση από και προς τη Μαύρη Θάλασσα. Παρείχε επίσης ένα εξαιρετικό λιμάνι (Χρυσό Κέρας ή Κεράτειος) και ως εκ τούτου θα μπορούσε να την υπερασπιστεί εύκολα.
Για να ξαναχτιστεί η πόλη σε αυτό που οραματιζόταν, έφερε τεχνίτες και υλικά από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Υπήρχαν φαρδιές λεωφόροι με αγάλματα του Αλεξάνδρου, του Ιουλίου Καίσαρα, του Αυγούστου, του Διοκλητιανού και, φυσικά, του Κωνσταντίνου. Ανοικοδόμησε τα τείχη, έχτισε δεξαμενές (κινστέρνες), Χριστιανικές εκκλησίες (Αγία Ειρήνη) και παγανιστικούς ναούς. Ήταν μια Χριστιανική πρωτεύουσα που παρέμενε ταυτόχρονα κλασική. Το 330 μ.Χ. η πόλη εγκαινιάστηκε.
Κωνσταντίνος και Χριστιανισμός
Κατά τη διάρκεια των χρόνων των πολέμων στη δύση είχε διαχρονικά επιδείξει θρησκευτική ανεκτικότητα τόσο για τους παγανιστές όσο και για τους Χριστιανούς (υποστήριζε ότι ήταν Χριστιανός από το 312 μ.Χ.). Η μητέρα του Ελένη ήταν αφοσιωμένη Χριστιανή και αφότου έγινε ο Κωνσταντίνος αυτοκράτορας, την έστειλε σε ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους όπου έχτισε το Ναό της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Παρότι ήταν πιστός της λατρείας του ήλιου στη νιότη του και δεν βαπτίστηκε, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, παρά μόνο στη νεκρική του κλίνη, φανέρωσε σημάδια Χριστιανού. Του έχει αποδοθεί ακόμα από πολλούς ιστορικούς η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας (μολονότι άλλοι το καταλογίζουν στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο), παρά το γεγονός ότι τα παγανιστικά σύμβολα του Sol Invictus και του Άρη εμφανίζονται στα νομίσματά του. Ενώ ανεχόταν ορισμένες παγανιστικές λατρευτικές πρακτικές, η θρησκευτική ελευθερία είχε τα όριά της: οι παγανιστικές θυσίες απαγορεύτηκαν, οι θησαυροί των ναών δημεύτηκαν, οι διαγωνισμοί των μονομάχων απαγορεύτηκαν (οι Χριστιανοί τους απεχθάνονταν), οι σταυρώσεις καταργήθηκαν και ενεργοποιήθηκαν νόμοι ενάντια στη σεξουαλική ανηθικότητα και την τελετουργική πορνεία.
Το 325 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος κάλεσε κληρικούς από ολόκληρη την αυτοκρατορία στη Σύνοδο της Νίκαιας όπου έκανε έκκληση για ενότητα. Το αποτέλεσμα της συνόδου δεν ήταν μόνο η καταδίκη του Αρειανισμού αλλά και το Δόγμα της Νίκαιας, ένας ορισμός του τι σημαίνει να είσαι Χριστιανός. Ένα χρόνο αργότερα, το 326 μ.Χ., η θρησκευτική πίστη του Κωνσταντίνου δοκιμάστηκε όταν ο γιος του Κρίσπος (από την πρώτη του σύζυγο Μινερβίνα) σκοτώθηκε - κατηγορούμενος λανθασμένα για μοιχεία. Σύμφωνα με τις πηγές, η δεύτερη σύζυγος του Κωνσταντίνου Φαύστα απάγγειλε τις κατηγορίες εναντίον του Κρίσπου, ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του και είχε κυβερνήσει τις δυτικές επαρχίες, επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί του και την είχε απορρίψει. Έπειτα αυτοκτόνησε όταν αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδείς οι κατηγορίες της. Ο Κωνσταντίνος μετανοούσε για αυτή την πράξη στο υπόλοιπο της ζωής του.
Θάνατος
Ο Μέγας Κωνσταντίνος διατήρησε το ρόλο του ως στρατιωτικός διοικητής, πολεμώντας τους Αλεμαννούς το 328 μ.Χ. με τη βοήθεια του γιου του Κωνστάντιου Β΄, νίκησε τους Γότθους το 332 μ.Χ., εξαναγκάζοντάς τους σε υποταγή και, τέλος, κατέλαβε απολεσθείσες περιοχές από τους Δακίους (περιοχές που χάθηκαν μετά το θάνατό του). Η τελευταία του πρόθεση ήταν κατακτήσει τη γειτονική Περσία από τη στιγμή που ο βασιλιάς τους Σαπώρ Β΄ εισέβαλλε στην Αρμενία. Ωστόσο δεν επρόκειτο να συμβεί. Το 337 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αρρώστησε και πέθανε. Είχε κυβερνήσει για 31 χρόνια. Η ταφή του έγινε στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας την αυτοκρατορία στα χέρια των τριών γιων του, του Κωνσταντίνου Β΄, του Κωνστάντιου Β΄ και του Κώνστα. Ο Κωνσταντίνος Β΄τελικά νίκησε τα αδέλφια του και κυβέρνησε ολόκληρη την αυτοκρατορία.