
Η Τρικυμία είναι ένα έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ (έζησε περ. 1564-1616), γραμμένο είτε το 1610 ή 1611, αφού ανέβηκε ως παράσταση στην αυλή του Βασιλιά Τζέιμς του 1ου της Αγγλίας (βασίλευσε 1603-1625) στις 2 Νοεμβρίου του 1611. Θεωρείται το τελευταίο έργο που ο Σαίξπηρ έγραψε μόνος του. Η Τρικυμία πραγματεύεται θέματα τραγικά και κωμικά, που οδήγησαν κάποιους κριτικούς της λογοτεχνίας να την τοποθετήσουν στην κατηγορία ‘ρομάντζο’ ή ‘τραγικωμωδία’.
Πηγές & Θέματα
Σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα του Σαίξπηρ, η Τρικυμία δεν βασίζεται σε συγκεκριμένη λογοτεχνική πηγή. Ο Σαίξπηρ φαίνεται να επηρεάστηκε από ιστορίες εξερεύνησης του Νέου Κόσμου, που γινόντουσαν όλο και πιο δημοφιλείς εκείνη την περίοδο. Πιθανότατα, ο βάρδος είχε ακούσει για τις παγκόσμιες περίπλους του Φερδινάνδου Μαγκέλλαν και είχε διαβάσει τα Νέα από την Βιρτζίνια (1610) του Ρίτσαρντ Ρίτς. Μία βασική πηγή αποτελεί μια μαρτυρία του ναυαγίου Θαλάσσια Εξόρμηση κοντά στην ακτή της Βερμούδας το 1609 που την περιγράφει ο Γουίλιαμ Στράτσει στην Μια Αληθινή Αναφορά Καταστροφής και Λύτρωσης…από τα Νησία των Βερμούδων. Το ολοκληρωμένο έργο του Στράτσει εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ, οπότε φαίνεται ότι ο Βάρδος είχε πρόσβαση σε μία αρχική εκδοχή του. Σίγουρα, ο ενθουσιασμός των ανακαλύψεων στο Δυτικό Ημισφαίριο αποτελούν την βάση της Τρικυμίας, ακόμα κι αν η ιστορία του έργου διαδραματίζεται σε ένα νησί της Μεσογείου.
Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Μπέβινγκτον, το νησί της Τρικυμίας είναι ένας μέρος ‘μαγικής αναζωογόνησης’, το βασίλειο της τέχνης όπου ‘τα πάντα ελέγχονται από τον καλλιτέχνη-φιγούρα’ (818). Έτσι, το νησί είναι ένας είδος σκηνής όπου ο Πρόσπερο με την μαγεία του αποτελεί παράλληλο του Σαίξπηρ με την πένα του. Αρκετοί μελετητές θεωρούν την Τρικυμία το αντίο του Σαίξπηρ στην καριέρα του, αφού υπάρχουν πολλές αναφορές στο θέατρο και στους ηθοποιούς και είναι το τελευταίο έργο που έγραψε μόνος του.
Ένα άλλο θέμα είναι η αποικιοκρατία, που παρουσιάζεται ξεκάθαρα από τις πράξεις του Πρόσπερο με την άφιξή του στο νησί. Σκλαβώνει τον ιθαγενή Κάλιμπαν και αναγκάζει τον Άριελ να κάνει τα θελήματα του. Αποτελούν φανερά παράλληλα με την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία της Αμερικής, που λαμβάνει χώρα την περίοδο του Σάιξπηρ, αλλά το κοινό του το πιθανότερο να δημιουργούσε σύνδεση με την εκμετάλλευση της Ιρλανδίας, που είχε πάρει άσχημη τροπή. Ο Πρόσπερο δικαιολογεί την σκλαβιά του Κάλιμπαν ως αναγκαίο μέτρο για να προτρέψει βιασμό και χάος, αλλά γεννά πολλές ερωτήσεις σχετικά με την καταπίεση και τον έλεγχο. Αφήνει το κοινό να σκεφτεί τι αποτελέσματα έφεραν οι προσπάθειες του Πρόσπερο να ‘εκπολιτίσει’ τον Κάλιμπαν με το να τιθασεύσει το Άλλο του χαρακτήρα του.
Πράξη Ι
Η πρώτη εικόνα του έργου είναι ενός πλοίου στην μέση μίας άγριας καταιγίδας, η ομότιτλη τρικυμία. Ο αρχηγός ανάμεσα στους επιβάτες είναι ο Αλόνσο, Βασιλιάς της Νάπολης, που βρίσκεται στον δρόμο της επιστροφής από την Αφρική, μετά τον γάμο της κόρης του με τον Βασιλιά την Τυνησίας. Σύντροφοί του σε αυτό το μάταιο ταξίδι είναι οι ευγενείς ακόλουθοί του, ανάμεσα τους ο γιός του βασιλιά και διάδοχος του θρόνου, Πρίγκιπας Φερδινάνδος, ο αδερφός του Σεμπάστιαν, ο Δούκας του Μιλάνου Αντόνιο, και ο ηλικιωμένος λόρδος Γκονζάλο. Καθώς το πλοίο μαίνεται από την καταιγίδας, ο λοστρόμος φωνάζει στους φοβισμένους ευγενείς να φύγουν από την μέση και να πάνε στην ασφάλεια κάτω από κατάστρωμα, αφού την θάλασσα δεν την ενδιαφέρουν οι βασιλιάδες. Ο Σεμπάστιαν και ο Αντόνιο παίρνουν προσβολή από τα λόγια του λοστρόμου και λογομαχούν, ενώ ο Γκονζάλο προσπαθεί να τους πείσει να κατέβουν από το κατάστρωμα και να προσευχηθούν μαζί με τον βασιλιά και τον πρίγκιπα. Ξαφνικά, ακούγεται ένας δυνατός κρότος, και πιστεύοντας ότι το πλοίο είναι έτοιμο να διαλυθεί, οι τρομαγμένοι επιβάτες πέφτουν στην θάλασσα, ενώ το πλήρωμα προετοιμάζεται για το επικείμενο ναυάγιο.
Στην ακτή ενός κοντινού νησιού, η Μιράντα, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι παρακολουθεί με τρόμο το ναυάγιο. Ζητά από τον πατέρα της, Πρόσπερο, να σώσει τους ανθρώπους στο πλοίο, αφού ξέρει ότι ο πατέρας της με την μαγεία του προκάλεσε την καταιγίδα. Ο Πρόσπερο την καθησυχάζει ότι κανείς δεν θα πνιγεί. Πραγματικά, ο στόχος του ήταν να τους ξεβράσει η θάλασσα στο νησί, επειδή έχει συγκεκριμένα σχέδια για εκείνους. Για να καταλάβει και η Μιράντα του λόγους του, ο Πρόσπερο της εξιστορεί το πώς έφτασαν οι δυό τους σε εκείνο το άγονο νησί δώδεκα χρόνια νωρίτερα. Της εξηγεί ότι ήταν κάποτε ο Δούκας του Μιλάνου, φημισμένος για την ευφυία και τις γνώσεις του. Με τον καιρό, λόγω της εμμονής με τις σπουδές του, μείωσε τις σχέσεις του με την πολιτική κάτι που τον άφησε εκτεθειμένο στην επιτυχή απόπειρα σφετερισμού του δουκάτου του από τον αδερφό του Αντόνιο. Με την ευχή του Βασιλία Αλόνσο, ο Αντόνιο συγκέντρωσε στρατό και έδιωξε τον Πρόσπερο από το Μιλάνο. Ο Πρόσπερο μαζί με την Μιράντα, νεογνό τότε, αφέθηκαν στην μοίρα τους στη θάλασσα μέσα σε μία παλιά, τρύπια βάρκα. Χάρης στον Γκονζάλο κατάφεραν να επιβιώσουν, αφού τους πρόσφερε τρόφιμα, ρούχα, και βιβλία από την βιβλιοθήκη του Πρόσπερο, που από εκεί καλλιέργησε τις μαγικές του δυνάμεις.
Καθώς ο Πρόσπερο τελειώνει την ιστορία, η Μιράντα κουρασμένη αποκοιμιέται. Ο μάγος τότε καλεί τον Άριελ, ένα πνεύμα που τον υπηρετεί, ο οποίος αναφέρει ότι έχει κάνει ότι του είχε ζητήσει ο Πρόσπερο. Ο Άριελ προκάλεσε την καταιγίδα πετώντας γύρω από το καράβι ως άνεμος, βροχή και βροντή. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφάλισε ότι ο βασιλιάς και η ακολουθία του ξεβράστηκαν στη ακτή του νησιού, χωρισμένοι σε ομάδες. Ο Αλόνσο και οι λόρδοι του βρίσκονται στη μία πλευρά του νησιού ενώ ο πρίγκιπας Φερδινάνδος είναι μόνος του. Ο Άριελ έχει κρύψει το πλοίο, το οποίο έχει διατηρήσει, σε ένα φυσικό λιμάνι στο νησί και έχει μαγέψει με ένα ξόρκι ύπνου τον λοστρόμο και το πλήρωμα.
Όταν ο Πρόσπερο συγχαίρει τον Άριελ για την επιτυχή δουλειά του, το πνεύμα του υπενθυμίζει την υπόσχεση του να τον αφήσει ελεύθερο. Ο Πρόσπερο τότε, χωρίς ευγένεια, του ζητά να θυμηθεί ότι του έχει ακόμα χρέος επειδή ο μάγος τον ελευθέρωσε από ένα ‘διχάλωτο πεύκο’ όπου βρισκόταν δώδεκα χρόνια. Τον είχε αιχμαλωτίσει η μάγισσα Σύκοραξ, η οποία κυριαρχούσε στο νησί πριν την άφιξη του Πρόσπερο. Ο Πρόσπερο σημειώνει αδίστακτα ότι ο Άριελ θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμη εκει αν δεν ήταν για εκείνον. Παρόλα αυτά, ο Πρόσπερο υπόσχεται την ελευθερία στον Άριελ σε δύο μέρες, αν συνεχίσει να ακολουθεί πιστά τις εντολές του. Ο Άριελ συμφωνεί αμέσως, και ο Πρόσπερο του λέει να δράσει ως ‘νύμφη της θάλασσας’ και να γίνει αόρατος σε όλους εκτός από τον Πρόσπερο (1.2.303).
Όταν ξυπνάει η Μιράντα, ο Πρόσπερο της λέει ότι είναι η ώρα να επισκεφθεί τον Κάλιμπαν, τον οποίο αποκαλεί σκλάβο του. Ο Κάλιμπαν είναι ο γίος της μάγισσας Σύκοραξ και ιθαγενής του νησιού. Όταν βλέπει τον Πρόσπερο και την Μιράντα, τους καταριέται, λέγοντας ότι ‘το νησί είναι δικό μου, από την μητέρα μου Σύκοραξ, / Ποιοι είστε εσείς για να μου το πάρετε’ (1.2.334-335). Ο Κάλιμπαν τότε ανακαλεί ότι όταν ο Πρόσπερο και η Μιράντα πρωτοήρθαν στο νησί, ήταν ευγενικοί, τον άφησαν να μείνει μαζί τους και του δίδαξαν πώς να μιλάει και ‘πώς να ονομάζω το μεγαλύτερο φώς, και πώς το μικρότερο, / που καίει την μέρα και την νύχτα’ (1.2.337-338). Σε αντάλλαγμα, ο Κάλιμπαν τους έδειξε όλα τα φρέσκα ρυάκια και άλλα μυστικά του νησιού, αλλά τώρα το μετανιώνει. Ο Πρόσπερο απαντάει ότι τον σκλάβωσε μόνο αφού ο Κάλιμπαν προσπάθησε να βιάσει την Μιράντα. Τότε ο Κάλιμπαν λέει ότι εύχεται να το είχε καταφέρει και ‘να είχε πληθύνει / αυτό το νησί με Καλίμπανους’ (1.2.352-353). Ο Πρόσπερο άκουσε αρκετά και διατάζει τον Κάλιμπαν να φέρει κι άλλα ξύλα για την φωτιά, αλλιώς θα του προκαλέσει τρομερούς πόνους ενώ κοιμάται. Ακόμη κι αν ο Κάλιμπαν απεχθάνεται να παίρνει εντολές από τον Πρόσπερο, είναι αδύνατον να αρνηθεί και διστακτικά υπακούει.
Παράλληλα, ο αόρατος Άριελ βρίσκει τον απομονωμένο Πρίγκιπα Φερδινάνδο, ο οποίος πιστεύει ότι ο πατέρας του είναι νεκρός και ότι είναι ο μόνος επιζών του ναυαγίου. Τραγουδώντας και παίζοντας όμορφη μουσική, ο Άριελ παρασύρει τον Φερδινάνδο στο κελί του Πρόσπερο, όπου τον βλέπει η Μιράντα και γρήγορα τον ερωτεύεται. Μην έχοντας αντικρίσει άλλους άνδρες εκτός από τον πατέρα της και τον Κάλιμπαν, θεωρεί ότι ο Φερδινάνδος έχει σχεδόν θεϊκή ομορφιά. Ο Φερδινάνδος είναι εξίσου ερωτοχτυπημένος με την Μιράντα, κάτι που ευχαριστεί τον Πρόσπερο, του οποίου το σχέδιο είναι οι δύο νέοι να ερωτευθούν. Αλλά ο Πρόσπερο θεωρεί ότι όλα γίνονται γρήγορα, οπότε για να κερδίσει χρόνο κατηγορεί τον Φερδινάνδο ότι είναι κατάσκοπος και τον φυλακίζει, παρά τις διαμαρτυρίες της Μιράντα. Ευχαριστεί μυστικά τον Άριελ που του έφερε τον πρίγκιπα και στέλνει το πνεύμα σε μια ακόμα αποστολή.
Πράξεις ΙΙ & ΙΙΙ
Σε ένα άλλο μέρος του νησιού, ο Βασιλιάς Αλόνσο και η ακολουθία του περπατάνε εδώ και ώρες. Ο Αλόνσο θρηνεί τον γιό του Φερδινάνδο, τον οποίο πιστεύει ότι έχει πνιγεί, παρότι κάποιοι λόρδοι του ανέφεραν ότι είδαν τον πρίγκιπα να κολυμπάει μακριά από το ναυάγιο. Ο Αλόνσο αρνείται την παρηγοριά και αναριωτιέται ‘τι περίεργο ψάρι / έχει ετοιμάσει το γεύμα του’ στο πτώμα του γιού του (2.1.114-115). Ο Γκονζάλο προσπαθεί να ανεβάσει τα πνεύματα θυμίζοντας τους ότι είναι τυχεροί που είναι ζωντανοί και ότι υπάρχουν σίγουρα χειρότερα μέρη να ναυαγήσει κάποιος. Ο Σεμπάστιαν και ο Αντόνιο δεν συμμερίζονται τα λόγια του και τον χλευάζουν ανώριμα. Ο Γκονζάλο τους αγνοεί και αρχίζει να συλλογίζεται πως θα διοικούσε αν ήταν ο άρχοντας του νησιού, πώς θα το έφερνε στην χρυσή του εποχή. Εκείνη τη στιγμή, ο αόρατος Άριελ εμφανίζεται και μαγεύει όλους σε ένα βαθύ ύπνο, εκτός του Σεμπάστιαν και του Αντόνιο.
Οι δύο άνδρες είναι αρχικά σαστισμένοι με το πώς ο βασιλιάς και οι υπόλοιποι άρχοντες κοιμήθηκαν τόσο ξαφνικά, ενώ δεν νιώθουν καθόλου κουρασμένοι. Ο μοχθηρός Αντόνιο, που δεν χάνει ευκαιρία να καταστρώσει κάποιο κακόβουλο σχέδιο, γρήγορα ψιθυρίζει στο αφτί του Σεμπάστιαν. Αφού η κόρη του Αλόνσο είναι μακριά στην Τυνησία και φαίνεται ότι ο Φερδινάνδος έχει πνιγεί, ο Σεμπάστιαν είναι τώρα ο κληρονόμος του Βασιλείου της Νάπολης. Το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να χτυπήσει τον Αλόνσο ενώ κοιμάται, και το βασίλειο είναι δικό του. Ο Σεμπάστιαν είναι διστακτικός και ρωτά τον Αντόνιο για την συνείδηση του. Ο Αντόνιο γελάει και απαντάει ότι ο σφετερισμός του δουκάτου από τον αδερφό του Πρόσπερο ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε κάνει ποτέ του, λέγοντας στον Σεμπάστιαν ‘κοίτα πόσο που ταιριάζουν αυτά τα ρούχα’ (2.1.274). Ο Σεμπάστιαν τότε συμφωνεί να συμμετάσχει στο σχέδιο, και οι δύο άνδρες τραβούν τα σπαθιά τους. Εκείνη την στιγμή, ο Άριελ ξυπνά τους ευγενείς και γρήγορα ο Σεμπάστιαν και ο Αντόνιο προσποιούνται ότι είδαν μία αγέλη λιονταριών, γι’ αυτό είχαν έξω τα σπαθιά τους. Ο Αλόνσο διατάζει την ομάδα να σηκωθεί και να βρίσκεται σε επιφυλακή.
Παράλληλα, ο Κάλιμπαν ψάχνει για καυσόξυλα, σκεπτόμενος το μένος του για τον Πρόσπερο. Σύντομα, ακούει κάποιον να πλησιάζει, και πιστεύοντας ότι είναι το πνεύμα του Πρόσπερο να τον τιμωρήσει, πανικοβάλλεται και πέφτει κάτω με το πρόσωπο του. Ο ξένος που εμφανίζεται είναι ο Τρινκουλο, ο γελωτοποιός του βασιλιά, που έχει κολυμπήσει στο νησί από το ναυάγιο και ψάχνει για καταφύγιο. Σαστισμένος βλέποντας τον Κάλιμπαν, αναρωτιέται αν αυτό το πλάσμα είναι άνθρωπος ή ψάρι. Τότε, ένα άλλος ξένος εμφανίζεται, ο Στέφανο, ο μπάτλερ του βασιλιά, ο οποίος επέπλευσε στην ακτή πάνω σε ένα βαρέλι κρασί και τώρα είναι εμφανώς μεθυσμένος. Ο Τρινκουλο είναι πανευτυχής που ο φίλος του σώθηκε και προσπαθεί να χορέψει μαζί του, αλλά ο Στεφάνο τον προειδοποιεί: ‘Σε παρακαλώ, μην με γυρνάς. Το στομάχι μου / δεν είναι σταθερό’ (2.2.114-115). Το ζευγάρι τότε στρέφει την προσοχή του στον Κάλιμπαν, τον οποίο ο Στέφανο περιγράφει ως ‘μοσχάρι του φεγγαριού’. Ο Κάλιμπαν είναι ακόμη τρομαγμένος μέχρι που ο Στέφανο του ρίχνει ποτό στο στόμα, και είναι σύντονα τόσο μεθυσμένος όσο ο μπάτλερ. Ο Στέφανο και ο Τρινκουλο διασκεδάζουν με τον Κάλιμπαν, ο οποίους του βλέπει ως την ευκαιρία να απαλλαχτεί από τον Πρόσπερο. Φιλώντας το πόδι του Στέφανο, ο Κάλιμπαν υπόσχεται να είναι ο υπηρέτης του.
Ο Φερδινάνδος επίσης μαζεύει καυσόξυλα, μετά από εντολή του Πρόσπερο. Πιστεύοντας ότι ο πατέρας της είναι απασχολημένος με την ερευνά του, η Μιράντα κρυφά πλησιάζει τον Φερδινάνδο και του ζητά να σταματήσει την δουλειά ή να την αφήσει να κουβαλήσει τα ξύλα για εκείνον. Οι δύο τους ανταλλάσσουν όρκους αγάπης και μιλούν για γάμο, καθώς ο Πρόσπερο παρακολουθεί ευχαριστημένος από απόσταση.
Την ίδια ώρα, ο Στέφανο και ο Τρινκουλου περπατούν στο νησί μαζί με τον Καλιμπάν, ο οποίος αρχίζει και παρουσιάζει οξύθυμη διάθεση. Ενοχλημένος με τον Τρινκουλο, ο Κάλιμπαν ζητά από τον Στέφανο να ‘τον δαγκώσω μέχρι θανάτου, σε παρακαλω’ (3.2.33). Σύντομα, οι βίαιες σκέψεις του Κάλιμπαν στρέφονται προς τον Πρόσπερο. Προτείνει στον Στέφανο να τον σκοτώσει, διαλύοντας το κεφάλι του ενώ κοιμάται και μετά οι τρείς του να γίνουν οι άρχοντες του νησιού. Ο Στέφανο συμφωνεί και λέει στον Κάλιμπαν να τους οδηγήσει στον κελί του Πρόσπερο, αγνοώντας ότι ο Άριελ έχει ακούσει τα σχέδια τους. Το πνεύμα πετάει για να μεταφέρει στον Πρόσπερο τα σχετικά της συνωμοσίας αλλά πρώτα σταματάει εκεί που ο Αλόνσο και η συνοδεία έχουν σταματήσει να ξεκουραστούν. Ένα μαγικό δείπνο εμφανίζεται μπροστά στους εξαντλημένους ευγενείς, αλλά πριν προλάβουν να φάνε, ο Άριελ κάνει το τραπέζι να εξαφανιστεί καλώντας βροντές και αστραπές Εμφανίζεται ως μορφή άρπυiας και επιπλήτει τον Αντόνιο, Σεμπάστιαν και Αλόνσο για την προδοσία τους στον Πρόσπερο, πριν εξαφανιστεί.
Πράξη IV & V
Ο Πρόσπερο ελευθερώνει τον Φερδινάνδο και του δίνει την ευχή του για να παντρευτεί την Μιράντα. Όμως, τον προειδοποιεί να μην παραβιάσει ‘τον παρθένο κόμπο’ της πριν την τελετή (4.1.15). Για να γιορτάσουν τον αρραβώνα, ο Πρόσπερο ζητά από τον Άριελ να καλέσει τρία πνεύματα να τελέσουν μια γιορτή ‘μάσκα’. Τα πνεύματα παίρνουν τις μορφές χαρακτήρων της αρχαίας Ρωμαϊκής μυθολογίας: Ήρα, βασίλισσα των θεών, Ίριδα, αγγελιοφόρος των θεών και προσωποποίηση του ουράνιου τόξου, και Κέρες, θεά της γεωργίας και της γονιμότητας. Τα πνεύματα ευλογούν τον γάμο του Φερδινάνδου και της Μιράντας, με ευχές για τιμή, πλούτη και ατελείωτη αφθονία. Τότε, οι νύμφες και οι θεριστές προσέρχονται στην ‘μάσκα’ και ξεκινούν ένα παραδοσιακό χορό. Εκείνη τι στιγμή, ο Πρόσπερο θυμάται το σχέδιο του Κάλιμπαν που απειλεί την ζωή του, και θυμωμένος διώχνει όλα τα πνεύματα. Ο Φερδινάνδος και η Μιράντα τον ρωτούν τι συμβαίνει αλλά ο μάγος τους καταλαγιάζει ότι ήταν ένα απλό ξέσπασμα θυμού λόγω ηλικίας. Τότε, αναλογίζεται την μικρή διάρκεια της γιορτής που μόλις τελείωσε και την συγκρίνει με την φευγαλέα φύση των πραγμάτων, όπως η ίδια η ζωή:
Τα γλέντια τώρα έχουν τελειώσει. Αυτοί οι ηθοποιοί μας,
Όπως σας προανήγγειλα, ήταν όλοι πνεύματα και
έχουν λιώσει στον άνεμο, στον διάφανο άνεμο.
Και, όπως το αθέμελο τούτο όραμα,
Οι νεφελώδεις πύργοι, τα θαυμαστά παλάτια,
Οι τρανοί ναοί, η αυτή σπουδαία σφαίρα,
Ναι, όλα όσα κληρονομεί, θα χαθούν,
Και, όπως αυτό το άυλο παλάτι ξεθωριάζει,
Δεν αφήνει τίποτα πίσω. Από ύλη που φτιάχνονται
Τα όνειρα είμαστε, και η μικρή μας ζωή
Περιβάλλεται απ’ τον ύπνο. (4.1.148-158).
Στην συνέχεια, ο Πρόσπερο και ο Άριελ στήνουν παγίδα για τους επίδοξους δολοφόνους, κρεμώντας όμορφα υφάσματα έξω από το κελί του. Όταν οι τρείς συνωμότες καταφθάνουν, τα ρούχα αποσπούν την προσοχή του Στέφανο και Τρινκουλο και τρέχουν να τα κλέψουν, παρότι ο Κάλιμπαν επιμένει να ακολουθήσουν το σχέδιο. Ξαφνικά, μια ομάδα πνευμάτων σε μορφές κυνηγόσκυλων τους καταδιώκουν. Αφού τελείωσε με τον Κάλιμπαν, ο Πρόσπερο προετοιμάζεται για την τελευταία φάση του σχεδίου του, υποσχόμενος ότι θα αφήσει την μαγεία με το πέρας του: ‘Θα σπάσω το ραβδί μου, / Θα το θάψω οργιές μέσα στη γη, / Και βαθύτερα απ’ ότι φθάνει ο ήχος / θα πνίξω το βιβλίο μου’ (5.1.54-57). Τώρα, ο Άριελ εισέρχεται μαζί με τον Αλόνσο, Γκονζάλο, Σεμπάστιαν, Αντόνιο, και τους υπόλοιπους λόρδους, οι οποίοι ακούσια περπατούν μέσα στον κύκλο που χάραξε ο Πρόσπερο με το ραβδί του, και το ξόρκι τους παγώνει.
Ο Πρόσπερο εμφανίζεται μπροστά τους. Μιλά πρώτα στον ‘πραγματικό σωτήρα του’ Γκονζάλο, ευχαριστώντας τον για την καλοσύνη του και του υπόσχεται ότι θα ‘ξεπληρώσω τις χάρες σου / Σπίτι και στο λόγο και στη πράξη’ (5.1.70-71). Τότε στρέφεται στον Αλόνσο, Αντόνιο, και Σεμπάστιαν, κατακρίνοντας τους για την μοχθηρία τους, και φορώντας τα παλαιά του ρούχα αποκαλύπτεται ως ο νόμιμος δούκας του Μιλάνου. Τότε, ζητά από τον αδερφό το να του επιστρέψει το δουκάτο του. Ο Αντόνιο όχι μόνο δεν δίνει απάντηση, αλλά από εκείνη τη στιγμή δεν έχει σχεδόν καθόλου διάλογο στο έργο. Παρόλα αυτά, ο Πρόσπερο λέει ότι θα τους συγχωρήσει για τις αδικίες τους. Ο Αλόνσο παρότι έχει σαστίσει που ο Πρόσπερο είναι ζωντανός, παραδέχεται ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το χαμό του γιού του. Εκείνη τι στιγμή, ο Πρόσπερο οδηγεί τον βασιλιά στο κελί του, όπου ο Φερδινάνδος και η Μιράντα παίζουν σκάκι. Μετά την δακρυσμένη επανένωση πατέρα-γιού, γίνεται γνωστός ο αρραβώνας του ζευγαριού. Έτσι, η θέση του Πρόσπερο ως δούκας ισχυροποιείται λόγω της άμεσης σύνδεσής του με το αίμα του βασιλιά. Ο Αλόνσο εκλιπαρεί την Μιράντα να τον συγχωρήσει που την έδιωξε πριν δώδεκα χρόνια, αλλά ο Πρόσπερο τον καθησυχάζει ότι δεν χρειάζονται συγγνώμες.
Ο Άριελ τότε φέρνει τον λοστρόμο και το υπόλοιπο πλήρωμα, ως την τελευταία του πράξη πριν την ελευθερία του, και αποκαλύπτεται ότι το πλοίο είναι έτοιμο να τους φέρει όλους πίσω στη Νάπολη. Ετοιμάζονται για το βράδυ γλεντιού, για να γιορτάσουν τον γάμο του Φερδινάνδου και της Μιράντας, και ο Πρόσπερο αποφασίζει να τιμωρήσει τον Στέφανο, Τρινκουλο και Κάλιμπαν με το να καθαρίσουν τα κλεμμένα ρούχα πριν την γιορτή. Καθώς φεύγει από τη σκηνή, ο Κάλιμπαν καταλαβαίνει πόσο ανόητος είναι ο Στέφανο και λέει, ‘Τι τρίδιπλος γάιδαρος / Ένας μπεκρής που τον πήρα για θεό’ (5.1.299-300).
Ο Πρόσπερο τότε υπόσχεται στον βασιλία να του εξιστορήσει τον καιρό του στο νησί μόλις τελειώσει η γιορτή, και ότι θα επιστρέψει το Μιλάνο για να ανακτήσει το δουκάτο του και να τελειώσει τη ζωή του. Καθώς φεύγουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες από τη σκηνή, ο Πρόσπερο παραμένει για τον επίλογο: ‘Τώρα τα μάγια μου έχουν χαθεί, / Και ό,τι δύναμη μου παραμένει είναι μόνο δική μου’ (Επίλογος 1-2). Τέλος, στρέφεται στο κοινό και περιγράφει πως, όπως βρήκε ο ίδιος παγιδευμένο στον Άριελ σε ένα δέντρο, έτσι φυλακισμένος είναι και ο ίδιος. Πως μπορεί να απελευθερωθεί; Με το χειροκρότημα.