Αν και στην αρχαία ελληνική κοινωνία υπερίσχυαν οι άντρες έχοντας πλήρη νομική υπόσταση, δηλαδή είχαν το δικαίωμα να ψηφίζουν, να κατέχουν κάποιο δημόσιο αξίωμα όπως και κάποια περιουσία, οι κοινωνικές ομάδες που διαμόρφωναν τον πληθυσμό μίας κλασσικής ελληνικής πόλης-κράτους ή αλλιώς πόλις ποίκιλλαν. Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μετανάστες (είτε Έλληνες είτε ξένοι), οι εργάτες και οι δούλοι είχαν καθορισμένους ρόλους, αλλά υπήρχε αλληλεπίδραση – συνήθως παράνομη – μεταξύ των τάξεων καθώς και κάποια κίνηση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ιδιαίτερα για απογόνους δεύτερης γενιάς και για περιόδους έντονου άγχους, όπως αυτές του πολέμου.
Η κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα αποτελούταν κατά κύριο λόγο από τις εξής ομάδες:
- Άνδρες - χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: στους αριστοκράτες (άριστοι), στους πιο φτωχούς αγρότες (περίοικοι) και στους μεσοαστούς (τεχνίτες και έμποροι).
- Ημι-ελεύθεροι εργάτες (πχ: οι είλωτες στη Σπάρτη).
- Γυναίκες – ανήκαν στις προαναφερόμενες ομάδες, χωρίς όμως τα δικαιώματα ενός πολίτη.
- Παιδιά – ανήκαν όσοι ήταν κάτω των 18 ετών.
- Σκλάβοι – ή αλλιώς δούλοι, οι οποίοι είχαν πολιτικά ή στρατιωτικά καθήκοντα.
- Ξένοι – ήταν όσοι δεν ζούσαν στην Αθήνα ή κατοικούσαν στα όρια μίας πόλης-κράτους αλλά δεν κατάγονταν από αυτή (μέτοικοι) και ήταν κατώτεροι από την κοινωνική ομάδα των ανδρών.
Οι τάξεις
Παρ’ όλο που ο άνδρας είχε αδιαμφισβήτητα την πιο πλεονεκτική θέση μέσα στην ελληνική κοινωνία, υπήρχαν διαβαθμίσεις ακόμα και σε αυτήν την ομάδα. Στην κορυφή της βρίσκονταν οι «άριστοι». Κατείχαν περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλον και έτσι μπορούσαν να διαθέτουν πανοπλία, όπλα καθώς και άλογο για τις εκστρατείες. Οι αριστοκράτες χωρίζονταν συνήθως σε φατρίες ή φυλές, οι οποίες έλεγχαν όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα της πόλις. Πηγή της περιουσίας τους αποτελούσε η ιδιοκτησία, ενώ ακόμη πιο σημαντική ήταν η ιδιοκτησία της καλύτερης γης, δηλαδή της πιο γόνιμης και αυτής που ήταν πιο ασφαλής εντός των τειχών της πόλης.
Υπήρχε επίσης και μία πιο φτωχή κοινωνική τάξη, στην οποία ανήκαν άνδρες που κατείχαν γη, αλλά ήταν ίσως λιγότερο γόνιμη και βρισκόταν μακριά από την πόλη, ενώ προστατευόταν λιγότερο σε σχέση με τις πιο γόνιμες εκτάσεις που βρίσκονταν πιο κοντά στην πόλη. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου η γη βρισκόταν τόσο μακριά, ώστε οι ιδιοκτήτες έπρεπε να ζουν εκεί παρά να μένουν στην πόλη και να πηγαινοέρχονται. Αυτοί οι κάτοικοι αποκαλούνταν περίοικοι ή κονίποδες (αυτοί που έχουν σκονισμένα πόδια) – ο όρος αυτός εθεωρείτο προσβλητικός – και συγκεντρώνονταν όλοι μαζί για προστασία σε μικρές κοινότητες, οι οποίες ήταν κατώτερες ιεραρχικά από την γειτονική πόλη. Αυτή η δευτερεύουσα κοινωνική ομάδα μεγάλωσε σε σημαντικό βαθμό χάρη κυρίως στην αύξηση του πληθυσμού των πόλεων και στο γεγονός ότι οι κληρονομιές μοιράζονταν ανάμεσα στα αδέρφια.
Η τρίτη ήταν η μεσαία - εργατική τάξη, στην οποία οι άνθρωποι ασχολούνταν με τον τομέα της παραγωγής και του εμπορίου και θεωρούνταν νεόπλουτοι. Ωστόσο, οι άριστοι προστάτευαν φθονερά τα προνόμιά τους και το πολιτικό μονοπώλιό τους, διαβεβαιώνοντας ότι μόνο οι γαιοκτήμονες μπορούσαν να ανέρθουν σε υψηλόβαθμες θέσεις. Υπήρχε βέβαια κάποια κίνηση μεταξύ των τάξεων. Κάποιοι ανέβαιναν σε ιεραρχία συγκεντρώνοντας περιουσία και επιρροή ενώ κάποιοι άλλοι μπορούσαν να κατέβουν τάξη χρεοκοπώντας (κάτι το οποίο μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια της ιδιότητάς του ως πολίτης ή ακόμα και στην υποδούλωση). Η ασθένεια, η απώλεια περιουσίας, οι πολιτικές αναταραχές ή ακόμα και ο πόλεμος μπορούσαν να τους οδηγήσουν στην καλύτερη περίπτωση στο να αποκτήσουν λίγη…κόνις (=σκόνη) στα πόδια τους.
Οι γυναίκες
Οι γυναίκες – πολίτες είχαν ελάχιστα δικαιώματα σε σχέση με τους άνδρες. Μη έχοντας το δικαίωμα να ψηφίσουν, να αποκτήσουν δική τους γη ή να κληρονομήσουν, η θέση τους ήταν στο σπίτι και είχαν ως στόχο στη ζωή τους να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Τις αποθάρρυναν από το να έχουν επαφές με άνδρες εκτός οικογενείας. Περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τους κάνοντας δραστηριότητες εντός σπιτιού, όπως ήταν η επεξεργασία μαλλιού και η ύφανση. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες στη Σπάρτη αντιμετωπίζονταν με διαφορετικό τρόπο, για παράδειγμα έπρεπε να κάνουν φυσική άσκηση δίχως ρούχα, όπως οι άνδρες, τους επιτρεπόταν να κατέχουν γη και μπορούσαν να καταναλώσουν κρασί.
Οι γυναίκες έπρεπε να παντρεύονται χωρίς να έχουν κάποια επαφή προηγουμένως, ενώ τον γάμο διοργάνωνε συνήθως ο πατέρας, ο οποίος επέλεγε και τον γαμπρό, από τον οποίο δεχόταν προίκα. Αν η γυναίκα δεν είχε πατέρα, τότε τη διαχείριση της περιουσίας της και την οργάνωση του γάμου αναλάμβανε ο προστάτης της γυναίκας, ο κούριος, που ήταν ίσως κάποιος θείος ή άλλο συγγενικό πρόσωπο. Παντρεύονταν συνήθως σε ηλικία 13 ή 14 ετών, επομένως η αγάπη δεν αποτελούσε κριτήριο για την επιλογή συντρόφου. Βεβαίως δεν αποκλειόταν το γεγονός να αναπτυχθεί στην πορεία αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι, αλλά στην καλύτερη περίπτωση αναπτυσσόταν η λεγόμενη φιλία – ένα αίσθημα φιλίας και αδελφικής αγάπης. Αντιθέτως το συναίσθημα του έρωτα μπορούσε ο άνδρας να το βρει οπουδήποτε αλλού. Ένας γάμος μπορούσε να έχει τρεις καταλήξεις. Η πρώτη και η πιο συνηθισμένη ήταν η απάρνηση από τον άνδρα (απόπεμψις ή έκπεμψις), για την οποία δεν ήταν υποχρεωμένος να δικαιολογηθεί. Το μόνο που όφειλε να κάνει ήταν να επιστρέψει την προίκα. Η δεύτερη κατάληξη ήταν όταν η ίδια η γυναίκα έφευγε από το σπίτι (απόλειψις) και σε αυτήν την περίπτωση ο νέος προστάτης της γυναίκας όφειλε να πράττει σαν να είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός της. Αυτό βέβαια ήταν κάτι πολύ σπάνιο, μιας και με αυτόν τον τρόπο η φήμη της γυναίκας αμαύρωνε. Ο τρίτος τρόπος κατάληξης ενός γάμου ήταν όταν ο πατέρας της νύφης ζήταγε πίσω την κόρη του (αφαίρεσις), πιθανώς για να της προσφέρει κάποιον άλλον άνδρα με καλύτερη προίκα. Αυτή όμως η επιλογή ήταν δυνατή μόνο όταν η γυναίκα δεν είχε παιδιά. Αν η γυναίκα έχανε το σύζυγό της, υποχρεούταν να παντρευτεί ένα κοντινό συγγενικό πρόσωπο, προκειμένου να παραμείνει η περιουσία εντός της οικογενείας.
Οι γυναίκες φυσικά ήταν και αυτές παρούσες στις υπόλοιπες τάξεις, τα μέλη των οποίων ωστόσο δεν εκλαμβάνονταν ως πολίτες. Αυτές για τις οποίες έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες είναι για τις γυναίκες που δούλευαν σε οίκους ανοχής, όπου και χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη, η οποία ήταν πιθανότατα και η πιο συχνή, αφορούσε αυτές που εργάζονταν σε οίκους ανοχής (πόρνη). Η δεύτερη αφορούσε τις πόρνες που ήταν παράλληλα πιο μορφωμένες και ανήκαν σε μία πιο υψηλή τάξη (εταίρα). Αυτές εκπαιδεύονταν στη μουσική και στον πολιτισμό και συχνά ανέπτυσσαν σταθερές σχέσεις με παντρεμένους άνδρες. Ήταν επίσης αυτές που ψυχαγωγούσαν με κάθε τρόπο τους άνδρες στα συμπόσια.
Τα παιδιά και οι έφηβοι
Τα παιδιά των πολιτών λάμβαναν εκπαίδευση πάνω στην ανάγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά. Αφού ολοκλήρωναν αυτά τα μαθήματα, ασχολούνταν με τη λογοτεχνία (για παράδειγμα τη μελέτη των έργων του Ομήρου), την ποίηση και τη μουσική (ειδικά με τη λύρα). Ο αθλητισμός αποτελούσε επίσης ένα απαραίτητο στοιχείο στην εκπαίδευση ενός νέου. Στην Σπάρτη τα αγόρια σε ηλικία 7 ετών συγκεντρώνονταν σε ομάδες και υπό την εποπτεία ενός μεγαλύτερου ηλικιακά νεαρού προπονούνταν σκληρά. Στην Αθήνα, οι νεαροί ενήλικες πολίτες (ηλικίας 18-20 ετών) υποχρεούνταν να υπηρετήσουν την πολιτική και στρατιωτική τους θητεία και παράλληλα να συνεχίσουν τις σπουδές τους κάνοντας μαθήματα πάνω στην πολιτική, τη ρητορική και τον πολιτισμό. Τα κορίτσια λάμβαναν παρόμοια εκπαίδευση με τα αγόρια, δίνοντας βέβαια έμφαση στο χορό, τη γυμναστική και τη μουσική. Τις γνώσεις τους στη μουσική επιδείκνυαν σε μουσικούς διαγωνισμούς και σε θρησκευτικές γιορτές και τελετές. Ο απώτερος στόχος όμως της εκπαίδευσης των κοριτσιών ήταν να προετοιμαστούν για το ρόλο τους ως μητέρα.
Σημαντικό κομμάτι στο μεγάλωμα των παιδιών στην αρχαία Ελλάδα αποτελούσε η παιδεραστία, τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια. Αφορούσε τη σεξουαλική σχέση μεταξύ ενός ενήλικα και ενός εφήβου αλλά πέρα από τη σωματική τους σχέση, ο ενήλικας λειτουργούσε και ως δάσκαλος για τον νέο, αφού του μάθαινε πράγματα χάρη στη μεγάλη εμπειρία του.
Έμποροι
Η αρχαία ελληνική κοινωνία αποτελούταν περισσότερο από εμπόρους παρά από σκλάβους. Αυτοί ήταν ημι-ελεύθεροι εργάτες και εξαρτιόνταν πλήρως από τον εργοδότη τους. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η τάξη των ειλώτων στη Σπάρτη, οι οποίοι δεν ανήκαν σε κάποιον συγκεκριμένο πολίτη, δεν μπορούσαν να πουληθούν σαν τους σκλάβους, ενώ ζούσαν συχνά με τις οικογένειές τους. Σε γενικές γραμμές έκαναν συμφωνίες με τον εργοδότη τους, όπως για παράδειγμα να δώσουν μέρος της παραγωγής τους στον ιδιοκτήτη της γης και το υπόλοιπο να το κρατήσουν για τον εαυτό τους. Μερικές φορές το μερίδιο που απαιτούταν μπορεί να ήταν είτε υψηλό είτε χαμηλό αλλά ήταν επίσης πιθανό να υπάρχουν κάποια επιπλέον προνόμια για αγρότες, όπως ήταν η προστασία και η ασφάλεια. Ωστόσο η τάξη των δουλοπάροικων ή των ειλώτων δεν μπορούσε ποτέ να προστατευθεί πραγματικά, αφού τους δινόταν ελάχιστο ή καθόλου κύρος, ενώ τους συμπεριφερόντουσαν με σκληρό τρόπο, μάλιστα τους απομάκρυναν και βίαια (κυρίως στη Σπάρτη), προκειμένου να σκορπίσουν το φόβο, διαβεβαιώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη συνεχή υποταγή στην κυριαρχούσα τάξη. Σε κάποιες περιόδους, όπως ήταν ο πόλεμος, οι είλωτες υποχρεούνταν να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις. Αν μάλιστα μάχονταν καλά, μπορούσαν να διαφύγουν από την τάξη τους και να ενταχθούν στις ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες στην ιεραρχία τάσσονταν κάτω από αυτή των πολιτών και περιλάμβαναν ανθρώπους όπως παιδιά με γονείς από διαφορετικές ιεραρχίες (πχ: ο πατέρας να ήταν πολίτης και η μητέρα είλωτας).
δούλοι
Οι δούλοι θεωρούνταν ως απαραίτητο και άκρως φυσιολογικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τους αντιμετώπιζαν ως αποτυχημένους, καθώς έφταναν σε αυτή τη θέση μετά από πολέμους, κατακτήσεις, απαγωγές και εμπόριο. Υπήρχαν ακόμη φιλόσοφοι που τάσσονταν υπέρ της δουλείας. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, διέδιδε την ιδέα ότι οι δούλοι ήταν εμφανώς κατώτεροι και ότι οι απόγονοί τους γίνονταν και εκείνοι δούλοι και έτσι τα χαρακτηριστικά τους ήταν κληρονομικά. Οι Έλληνες ήταν πεπεισμένοι πως μόνο εκείνοι είχαν τα καλύτερα χαρακτηριστικά και τους καλύτερους προγόνους και επομένως ήταν γεννημένοι για να κυριαρχούν.
Είναι αδύνατο να υπολογισθεί με ακρίβεια ο αριθμός των δούλων στην αρχαία ελληνική κοινωνία και τι μέρος του πληθυσμού αποτελούσαν. Ήταν απίθανο κάθε πολίτης να έχει το δικό του δούλο, εξαιτίας του υψηλού κόστους, αλλά υπήρχαν και αυτοί που είχαν πολλούς. Συνεπώς υπολογίζεται ότι οι δούλοι αποτελούσαν το 15-40% του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο ο Λυσίας σε μία αγόρευση υπεράσπισης που έκανε σε μία δίκη στην Αθήνα υποστήριξε, όπως και άλλοι παρευρισκόμενοι όπως ο Δημοσθένης, ότι αν κάθε πολίτης δεν είχε στην κατοχή του δούλους, τότε ήταν σίγουρο ότι θα ήθελε έστω έναν, καθώς το να είναι κάποιος κάτοχος δούλου θεωρούταν ως μέτρο της κοινωνικής θέσης. Δούλους δεν είχαν μόνο οι πολίτες αλλά και η πολιτεία, η οποία τους χρησιμοποιούσε για τα έργα της πόλης, όπως ήταν η εξόρυξη, ή, όπως συνέβαινε στην Αθήνα, στην αστυνομία.
Η σχέση μεταξύ του δούλου και του ιδιοκτήτη φαίνεται να είναι παρόμοια με αυτή που συναντάμε σε άλλες ιστορικές περιόδους. Από τη μεριά του αφεντικού υπάρχει μίσος, καχυποψία και κακομεταχείριση, ενώ από τη μεριά του υποδουλωμένου παρατηρείται καταφρόνηση, κλοπές και δολιοφθορά. Το υλικό των πηγών που διαθέτουμε επικεντρώνεται πάντα στην οπτική γωνία του ιδιοκτήτη, βλέπουμε όμως σε έργα και συγκεκριμένα στην κωμωδία να γίνονται αναφορές σε μία σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ του δούλου και του αφεντικού. Παρ’ όλο που σε παραστάσεις γινόντουσαν συχνά αναφορές στο μαστίγωμα των δούλων, υπήρχαν επίσης πραγματείες που εξυμνούσαν τα πλεονεκτήματα της ευγενικής αντιμετώπισης των δούλων.
Οι δούλοι δούλευαν σε όλους τους τομείς. Έχουν καταγραφεί μάλιστα περισσότερες από 200 ασχολίες συμπεριλαμβανομένων τη δουλειά στο σπίτι, στη γεωργία, στα εργαστήρια βιομηχανίας (για παράδειγμα κατασκευή ασπίδων, τροφίμων, ρούχων και αρωμάτων), στα ορυχεία, στην μεταφορά, στο λιανεμπόριο, στις τραπεζικές υπηρεσίες, στη ψυχαγωγία, στις ένοπλες δυνάμεις ως ακόλουθοι του ιδιοκτήτη τους ή ως μεταφορείς των αποσκευών τους, ως κωπηλάτες σε πολεμικά πλοία ή ακόμα και ως μαχητές. Τα αγροκτήματα ήταν σε γενικές γραμμές μικρά γι’ αυτό ακόμα και οι πιο πλούσιοι πολίτες συνήθιζαν να κατέχουν πολλά μικρά παρά ένα μεγάλο. Επομένως, οι δούλοι δεν συγκεντρώνονταν σε μεγάλες ομάδες πολιτών, όπως συνέβαινε στις μεταγενέστερες αρχαίες κοινωνίες.
Για ορισμένους δούλους υπήρχε ένα παραθυράκι ελπίδας ότι κάποια στιγμή θα ελευθερωθούν. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι δούλοι, κυρίως αυτοί που ασχολούνταν με τον τομέα της παραγωγής και της βιομηχανίας, ζούσαν χώρια από τον ιδιοκτήτη τους και είχαν μια σχετική οικονομική ανεξαρτησία, μπορούσαν να πληρώσουν για την ελευθερία τους με χρήματα που είχαν εξοικονομήσει. Επίσης η δυνατότητα απελευθέρωσης δινόταν από την πολιτεία σε όσους ήταν μέρος του στρατού και είχαν φέρει νίκες.
Οι ξένοι
Πέρα από τους δούλους, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν έναν αριθμό από ξένους, οι οποίοι είχαν επιλέξει να μετακινηθούν από άλλες περιοχές της Ελλάδας, της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, έχοντας παράλληλα γνώσεις πάνω σε ικανότητες όπως η κεραμική και η επεξεργασία μετάλλων. Οι ξένοι έπρεπε συνήθως να δηλώσουν την κατοικία τους, διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο μία αναγνωρισμένη κοινωνική τάξη (χαμηλότερη σε ιεραρχία από τους πολίτες), αυτή των «μετοίκων». Ως αντάλλαγμα της πολιτογράφησης που λάμβαναν τιμητικά από την πόλη-κράτος τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν έναν τοπικό χορηγό, να πληρώνουν φόρους, μερικές φορές και επιπρόσθετους, να συνεισφέρουν στα έξοδα των εορτών και ακόμα να συμμετέχουν σε εκστρατείες όταν κρινόταν απαραίτητο. Παρά τις καχυποψίες και τις προκαταλήψεις που υπήρχαν προς στους ξένους «βάρβαρους», για τους οποίους γίνονται αναφορές με αυτόν τον χαρακτηρισμό στις λογοτεχνικές πηγές, υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι μέτοικοι κατάφερναν να αποκτήσουν τις ιδιότητες του πολίτη, αφού φυσικά έδειχναν και την αρμόδια αφοσίωση και συνεισφορά για το καλό της πόλης που τους φιλοξενούσε. Με αυτόν τον τρόπο βρισκόντουσαν υπό το ίδιο φορολογικό καθεστώς με τους υπόλοιπους πολίτες και είχαν το δικαίωμα να αποκτήσουν περιουσία και γη. Τα παιδιά τους μπορούσαν επίσης να γίνουν πολίτες. Ωστόσο κάποιες πόλεις-κράτη, ιδιαίτερα η Σπάρτη, μερικές φορές απέτρεπαν τη μετανάστευση ή κατά διαστήματα εκδίωκαν τους ξένους. Φαίνεται λοιπόν πως οι σχέσεις μεταξύ των ξένων και των τοπικών κατοίκων υπήρξαν τεταμένες και ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου ή οικονομικής δυσχέρειας.