Το Βυζαντινό νόμισμα

ορισμός

Mark Cartwright
από , μεταφρασμένο από Athanasios Kioufentzoglou
που δημοσιεύτηκε στο 23 November 2017
Διαθέσιμο σε άλλες γλώσσες: Αγγλικά, Τουρκικά
Ακούστε αυτό το άρθρο
X
Εκτύπωση άρθρου
Nomisma Coin of Basil II (by The British Museum, Copyright)
Νομισματικό νόμισμα Βασιλείου Β'
The British Museum (Copyright)

Το νόμισμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνέχισε την παράδοση των αρχαιότερων νομισμάτων και λειτούργησε ως μια βολική μέθοδος πληρωμής αγαθών και υπηρεσιών, ειδικά σε στρατιώτες και κρατικούς αξιωματούχους, αλλά και ως μέσο για να πληρώνουν οι πολίτες τους φόρους τους. Επιπλέον, τα νομίσματα συνέχισαν να είναι ο καλύτερος τρόπος για να διαδώσει ένας ηγεμόνας την εικόνα του και να υπενθυμίσει στους υπηκόους του σε ποιον οφείλουν υποταγή και πίστη. Κυρίαρχος στο βυζαντινό πουγκί ήταν αναμφίβολα το Νόμισμα ή Σόλιδος (solidus). Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α' τον 4ο αιώνα μ.Χ. και κυριάρχησε ως το ανώτατο νόμισμα για 700 χρόνια, ώσπου τελικά αντικαταστάθηκε από το Yπέρπυρο τον 12ο αιώνα μ.Χ.

Το Νόμισμα ως πρότυπο

Κάθε βυζαντινός αυτοκράτορας έκοβε τα δικά του νομίσματα, είτε στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα, είτε σε νομισματοκοπεία σε μεγάλες επαρχίες όπως την Ιταλία (Ραβέννα), τη Σικελία (Συρακούσες), την Ανατολία (Αντιόχεια) και τη Βόρεια Αφρική (Καρχηδόνα και Αλεξάνδρεια). Όπως και στον αρχαίο κόσμο, η αξία των νομισμάτων στο Βυζάντιο εξαρτιόταν από το βάρος τους και την καθαρότητα του μετάλλου που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή τους. Το κύριο νόμισμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας για 700 χρόνια ήταν το χρυσό Νομίσμα ή Σόλιδος (solidus) στα Λατινικά. Κατά την εισαγωγή του στην Ανατολή το 312 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α (περίπου 306-337 μ.Χ.), 72 Νομίσματα ισοδυναμούσαν με μια λίβρα χρυσού. Έτσι, κάθε νόμισμα ζύγιζε 4,4 γραμμάρια καθαρού χρυσού και η διάμετρός του ήταν μεταξύ 21 και 22 mm. Οι πρώτες εκδόσεις έφεραν ένα πορτρέτο του Κωνσταντίνου στην εμπρόσθια όψη και σύμβολα του ρωμαϊκού στρατού στην οπίσθια όψη. Άλλες νομισματικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν από τον Αναστάσιο Α΄ (491-518 μ.Χ.), του οποίου η βασιλεία σηματοδοτεί στην πραγματικότητα την αρχή του βυζαντινού νομίσματος όπως το ορίζουν οι νομισματολόγοι.

Τόση ήταν η μακροβιότητα και η αξιοπιστία του Νομίσματος - ο Βασίλειος Β' τα κόβει ακόμα στη δεκαετία του 1020 - ώστε η αξία όλων των άλλων χαμηλότερης αξίας νομισμάτων υπολογίζονταν με βάση αυτό. Για παράδειγμα, το χρυσό ήμισυ (semissis) ήταν ίσο με το μισό Νόμισμα, ενώ τρία χρυσά τρημίσια αξίζαν ένα Νόμισμα. Και τα δύο αυτά νομίσματα κυκλοφορούσαν ακόμη στα τέλη του 9ου αιώνα μ.Χ.

Με ένα Νόμισμα θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα γουρούνι, χρειάζονταν τρία για ένα γαϊδούρι, δεκαπέντε ήταν η τιμή μιας καμήλας.

Το πιο κοινό ασημένιο νόμισμα ήταν το μιλιαρίσιο (miliarensia), το οποίο κυκλοφόρησε το 720 μ.Χ., το οποίο είχε αξία ίση με το ένα δωδέκατο του Νομίσματος. Το πιο κοινό χάλκινο νόμισμα ήταν ο φόλλις (follis), που εισήγαγε ο Αναστάσιος Α' (491-518 μ.Χ.) για τη βελτίωση των κακής ποιότητας νομισμάτων προηγούμενων αυτοκρατόρων, τα οποία είχαν μικρή αξία αλλά ήταν χρήσιμα για τις καθημερινές συναλλαγές: 24 φόλλεις είχαν αξία ίση με ένα μιλιαρίσιο, ενώ απαιτούνταν 288 φόλλεις για να συμπληρώσουν την αξία ενός Νομίσματος. Όσον αφορά την πραγματική τους αξία, το ημερομίσθιο ενός εργάτη κυμαίνονταν από 5 έως 12 φόλλεις, ενώ ένας μεσαίος αξιωματούχος κέρδιζε περίπου 1000 Νομίσματα ετησίως. Με ένα Νόμισμα θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα γουρούνι, χρειάζονταν τρία για ένα γαϊδούρι, δεκαπέντε ήταν η τιμή μιας καμήλας, και ένας σκλάβος με λίγες δεξιότητες κόστιζε 30 χρυσά νομίσματα - μια αγορά που θα έπρεπε να γίνει με μεγάλη προσοχή. Οι Αριστοκράτες μετρούσαν τον πλούτο τους σε χιλιάδες Νομίσματα, ενώ στις σπάνιες περιπτώσεις που εχθροί έκλεβαν το ταμείο ενός στρατοπέδου που περιείχε χρήματα για τέσσερα χρόνια, όπως οι Βούλγαροι το 809 μ.Χ. ή οι Άραβες το 811 μ.Χ., γνωρίζουμε ότι αποτελούνταν από 80 -90.000 Νομίσματα - αρκετά για να κάνουν έναν φοροεισπράκτορα να βάλει τα κλάματα.

Υποτίμηση

Το Νόμισμα αντιμετώπισε σύντομες προκλήσεις της κυριαρχίας του. Τον 6ο και 7ο αιώνα μ.Χ. κόπηκε ένα λιγότερο καθαρό σε χρυσό νόμισμα (22 καράτια και όχι 24) αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Μια πιο σοβαρή δοκιμασία προκλήθηκε στα μέσα του 10ου αιώνα μ.Χ. όταν ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969 μ.Χ.) προσπάθησε να εξοικονομήσει ακόμη περισσότερο χρυσό και να παράγει περισσότερα νομίσματα. Έκοψε ένα χρυσό νόμισμα, το τεταρτηρόν, το οποίο όχι μόνο ήταν 22 καράτια αντί για καθαρό χρυσό, αλλά και το βάρος του ήταν κατά ένα δωδέκατο μικρότερο από το βάρος του Νομίσματος. Στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα μ.Χ., ο Κωνσταντίνος Η' (περ. 1025-1028 μ.Χ.) και ο Μιχαήλ Δ΄ (περ. 1034-1041 μ.Χ.) και οι δύο νόθευσαν ελαφρά το ίδιο το Νόμισμα προσθέτοντας 5% ασήμι για να κόψουν περισσότερα νομίσματα. Αυτή ήταν η αρχή μιας ολίσθησης προς ένα πολύ υποτιμημένο νόμισμα.

Basil I
Βασίλειος Α'
Classical Numismatic Group, Inc. (CC BY-SA)

Είναι αμφισβητήσιμο αν οι αυτοκράτορες καταλάβαιναν ή όχι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες της υποτίμησης του νομίσματός τους, αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη νόθευση του χρυσού των νομισμάτων τους, μειώνοντάς το ποσοστό του χρυσού, όταν τα κρατικά ταμεία άδειαζαν, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Ίσως η πρακτική αναγκαιότητα της στιγμής και η ανάγκη να πληρωθούν οι μισθοφόροι στρατιώτες για να υπερασπιστούν την αυτοκρατορία ή να αντισταθμιστούν οι φορολογικές απώλειες, όταν επιδημίες έπλητταν τον πληθυσμό, υπερίσχυαν της οικονομικής θεωρίας. Κατά συνέπεια, σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα μ.Χ., η περιεκτικότητα του Νομίσματος σε χρυσό σταδιακά μειώθηκε από 20 έως 18 σε 16 σε 12 και κατέληξε περίπου 8 καράτια κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (περίπου 1078- 1081 μ.Χ.).

Τον 10ο αιώνα μ.Χ., στην πραγματικότητα, υπήρχαν έξι διαφορετικές εκδοχές του Νομίσματος σε κυκλοφορία και ακόμη και οι διεθνείς έμποροι άρχισαν να προτιμούν τα αραβικά χρυσά δηνάρια. Η κατάσταση του κυρίαρχου νομίσματος του κόσμου έγινε τόσο άσχημη και οι τιμές ανέβαιναν τόσο γρήγορα που χρειάστηκε επειγόντως μεταρρύθμιση. Έτσι, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός (περ. 1081-1118 μ.Χ.) έκοψε ένα νέο νόμισμα περ. 1092 μ.Χ., το υπέρπυρον (που σημαίνει «εξαιρετικά επεξεργασμένο»), το οποίο έγινε το νέο πρότυπο, ακόμα κι αν ήταν κατασκευασμένο από ήλεκτρο (ένα κράμα χρυσού και αργύρου) και άξιζε μόνο το ένα τρίτο του Νομίσματος. Ο Αλέξιος διευθέτησε έτσι τη νομισματική σύγχυση που επικρατούσε αφού κανείς δε γνώριζε την ισοτιμία των νομισμάτων που κυκλοφορούσαν, αλλά επίσης, μάλλον έξυπνα, κατά την διαδικασία μετατροπής κατάφερε να τετραπλασιάσει τους φορολογικούς συντελεστές. Χρειάστηκαν μερικές δεκαετίες για να γενικευτεί η χρήση του υπέρπυρου και, όπως και το Νομισμα, υπέστη περιστασιακά υποτιμήσεις, ιδίως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Η' (περ. 1259-1282 μ.Χ.), αλλά επέζησε μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας, το 15ο αιώνα μ.Χ.

Συμβολισμοί

Τα νομίσματα διαδίδονταν ευρέως χάρη στους εμπόρους και στους ταξιδιώτες, με αποτέλεσμα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο προπαγάνδας από ηγεμόνες που επιθυμούσαν να επεκτείνουν τη δύναμη και τη φήμη τους σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας τους αλλά και στους γείτονές της. Τα πορτρέτα των ηγεμόνων ήταν συμβατικά και δεν πλησίαζαν τον ρεαλισμό, για παράδειγμα των αρχαίων ελληνιστικών ή ρωμαϊκών νομισμάτων. Συνήθως παρουσίαζαν τον αυτοκράτορα να κρατά σταυρό, σπαθί ή σκήπτρο και κατά πρόσωπο και όχι στην πλάγια όψη του. Επίσης, βοηθητικά, γραφόταν και το όνομα ως συνέπεια της κακής απεικόνισης της εποχής.

Coin of Basil II
Νόμισμα Βασιλείου Β΄
PHGCOM (CC BY-SA)

Ο αυτοκράτορας ή η αυτοκράτειρα μπορούσαν να βάλουν το πρόσωπό τους στο μπροστινό μέρος του νομίσματος - η αυτοκράτειρα Ειρήνη (περ. 797-802 μ.Χ.) προχώρησε περισσότερο και έβαλε τον εαυτό της και στις δύο πλευρές - αλλά μπορούσαν επίσης να ενισχύσουν το μήνυμά τους με άλλα σύμβολα αυτοκρατορικής δύναμης. Σύντομες επιγραφές γράφτηκαν πρώτα στα Λατινικά, μετά στα Λατινικά και τα Ελληνικά, και μετά, από τον 7ο αιώνα μ.Χ., εξ ολοκλήρου στα Ελληνικά. Ο Κωνσταντίνος απεικόνισε ;συχνά την προσωποποιημένη Τύχη της Κωνσταντινούπολης στο πίσω μέρος των νομισμάτων του. Ένα σύμβολο καλής τύχης, κάθεται σε έναν θρόνο, φορά ένα στέμμα με επάλξεις και κρατάει ένας κέρας της αφθονίας. Ο Σταυρός και το Χριστόγραμμα αποτέλεσαν ;μια αγαπημένες επιλογές για πολλούς επόμενους αυτοκράτορες. Η Παναγία ή οι άγιοι απεικονίζονται συχνά, ενώ τα νομίσματα του Αλεξάνδρου (περ. 912-913 μ.Χ.) παρουσιάζουν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή να στέφεται από τον αυτοκράτορα.

Ο Ιουστινιανός Β΄ (685-695 μ.Χ.) ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που απεικόνισε τον Ιησού Χριστό στα νομίσματα 691 μ.Χ.

Ο Ιουστινιανός Β΄ (685-695 μ.Χ.) ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που απεικόνισε τον Ιησού Χριστό στα νομίσματα 691 μ.Χ. με την επιγραφή rex regnantium («Βασιλεύς των βασιλέων»). Υπήρχαν δύο εκδοχές του Ιησού, μία με γενειάδα και μία χωρίς, και είναι παρόμοιες με τις προσωπογραφίες των ψηφιδωτών. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο ευσεβής αυτοκράτορας επέμεινε να πληρώσει τον απαιτούμενο φόρο στο αραβικό χαλιφάτο με αυτά τα νομίσματα (τα οποία αρνήθηκαν και, σε απάντηση στην αντιπαράθεση, εισέβαλε με επιτυχία στην Ανατολία). Μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα, ο Χριστός εμφανιζόταν τακτικά στην εμπρόσθια όψη των νομισμάτων με την επιγραφή «Ιησούς Χριστός, Βασιλεύς των βασιλευόντων». Οι οπίσθιες όψεις αυτών των νομισμάτων παρουσίαζαν τον αυτοκράτορα να στέφεται από τον Χριστό, την Παναγία ή έναν συγκεκριμένο άγιο, και έτσι υπενθύμιζε στους ανθρώπους ότι αυτός ή αυτή ήταν εκπρόσωπος του Θεού στη γη.

Τα πορτρέτα των νομισμάτων χρησιμοποιήθηκαν επίσης για πολιτική υποστήριξη, ειδικά όταν οι αυτοκράτορες είχαν επιλέξει τον διάδοχό τους και ήθελαν να αποφύγουν μια σύγκρουση για τη διαδοχή μετά το θάνατό τους. Το παιδί στεφόταν συχνά ως συν-αυτοκράτορας και εμφανιζόταν με αυτή την ιδιότητα στα νομίσματα, δίπλα-δίπλα με τον γονέα του ή στην πίσω πλευρά, μερικές φορές μαζί με έναν αδελφό του.

Κυκλοφορία

Για τους περισσότερους ανθρώπους, τα χάλκινα και ασημένια νομίσματα ήταν τα μόνα που χρησιμοποιούσαν στις καθημερινές συναλλαγές τους. Όσοι ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν ένα λαμπερό χρυσό Νόμισμα στην κατοχή τους μάλλον δεν το κρατούσαν για πολύ καιρό, καθώς ένας από τους κύριους λόγους για να κόψει το κράτος νομίσματα, εκτός από το να πληρώνει στρατιώτες και αξιωματούχους, ήταν να συλλέγει πιο εύκολα τους φόρους. Υπήρχαν βασικοί και πανταχού παρόντες φόροι στη γη και στα άτομα/ νοικοκυριά, αλλά και με αφορμή οποιαδήποτε άλλη έξυπνη δικαιολογία που μπορούσε να βρει η φορολογική αρχή, όπως η επιβολή φόρου σε κάθε σκλάβο που εισαγόταν από μια συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον, όλοι οι φόροι έπρεπε να καταβληθούν σε χρυσά νομίσματα, γι 'αυτό και το κράτος ήταν τόσο επίμονο στη διασφάλιση της ποιότητας τους.

Στην πραγματικότητα, η κοπή των Νομισμάτων επιτηρήθηκε τόσο στενά και το περιεχόμενό τους σε χρυσό ελέγχθηκε τόσο σχολαστικά από το κράτος ώστε η αξιοπιστία τους εξασφάλιζε ακόμη και ξένα κράτη που τα αποδέχτηκαν και τα χρησιμοποίησαν. Ο έμπορος Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, του 6ου αιώνα, σημείωσε,

… Κάθε έθνος διεξάγει το εμπόριό του με το Νόμισμα, το οποίο είναι αποδεκτό σε κάθε μέρος από το ένα άκρο της γης στο άλλο… Σε κανένα άλλο έθνος δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. (Herrin, 322)

Η σπανιότητα ξένων νομισμάτων που ανασκάφηκαν στην Κωνσταντινούπολη είναι άλλη μια απόδειξη ότι μόνο ένα νόμισμα κυριάρχησε στην αυτοκρατορική οικονομία. Το αραβικό χαλιφάτο, ξεπερνώντας την αρχική του αντιπαράθεση για το νόμισμα, ήταν ένας αξιοσημείωτος χρήστης του Νομίσματος, όπου ήταν γνωστό ως Μπεζάντ (bezant). Συνήθως προτιμώντας να έχουν το δικό τους χρυσό νόμισμα, έκοβαν μερικές φορές τα δικά τους νομίσματα που μιμούνταν, μέχρι και τις επιγραφές, αυτών του Βυζαντίου. Οι βασιλείς των Βίκινγκς είχαν επίσης αδυναμία στον βυζαντινό χρυσό, και έχουν βρεθεί πολλά νομίσματα σε όλη τη Σκανδιναβία και τη βόρεια Ευρώπη. Βυζαντινά νομίσματα έχουν βρεθεί σε μακρινές περιοχές όπως η Ρωσία, η Περσία και η Σρι Λάνκα. Από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ., και πιθανότατα αργότερα, το Νόμισμα ήταν, τότε, το διεθνές νόμισμα, και δικαίως κέρδισε από τους ιστορικούς τον ανεπίσημο τίτλο του «δολαρίου του Μεσαίωνα»

Βιβλιογραφία

Η Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιας Ιστορίας είναι συνεργάτης της Amazon και κερδίζει προμήθεια για τις αγορές βιβλίων που πληρούν τις προϋποθέσεις.

σχετικά με το μεταφραστή

Athanasios Kioufentzoglou
I have a Degree from the Department of History and Archaeology, Faculty of Philosophy by the Aristotle University of Thessaliniki. I have been an educator in secondary school since 2002 teaching History, Greek Language and Literature.

σχετικά με το συγγραφέα

Mark Cartwright
Ο Μαρκ είναι ιστορικός συγγραφέας με έδρα την Ιταλία. Τα προσωπικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την αγγειοπλαστική, την αρχιτεκτονική, την παγκόσμια μυθολογία και την ανακάλυψη των κοινών ιδεών που μοιράζονται όλοι οι πολιτισμοί. Κατέχει μεταπτυχιακό στην Πολιτική Φιλοσοφία και είναι ο Διευθυντής Εκδόσεων στην WHE.

Αναφέρετε αυτή την εργασία

Στυλ APA

Cartwright, M. (2017, November 23). Το Βυζαντινό νόμισμα [Byzantine Coinage]. (A. Kioufentzoglou, Μεταφραστής). World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε από https://www.worldhistory.org/trans/el/1-16511/uu/

Στυλ Σικάγο

Cartwright, Mark. "Το Βυζαντινό νόμισμα." Μεταφράστηκε από Athanasios Kioufentzoglou. World History Encyclopedia. Τελευταία τροποποίηση November 23, 2017. https://www.worldhistory.org/trans/el/1-16511/uu/.

Στυλ MLA

Cartwright, Mark. "Το Βυζαντινό νόμισμα." Μεταφράστηκε από Athanasios Kioufentzoglou. World History Encyclopedia. World History Encyclopedia, 23 Nov 2017. Ιστοσελίδα. 13 Nov 2024.