Το Σουμέρ (Σουμερία) ήταν η νοτιότερη περιοχή της αρχαίας Μεσοποταμίας (στο σημερινό Ιράκ και Κουβέιτ), η οποία εθεωρείτο γενικά το λίκνο του πολιτισμού. Το όνομα προέρχεται από τα Ακκαδικά, τη γλώσσα του βόρειου τμήματος της Μεσοποταμίας, και σημαίνει «χώρα των πολιτισμένων βασιλέων». Οι Σουμέριοι αποκαλούσαν τον εαυτό τους «οι άνθρωποι με τα μαύρα κεφάλια» και η χώρα τους, σε σφηνοειδή γραφή, ήταν απλά «η χώρα» ή «η χώρα των ανθρώπων με τα μαύρα κεφάλια» και, στο βιβλικό Βιβλίο της Γεννέσεως, Το Σουμέρ είναι γνωστό ως Σινάρ.
Σύμφωνα με τον Κατάλογο των Βασιλέων των Σουμερίων, όταν οι θεοί έδωσαν για πρώτη φορά στα ανθρώπινα όντα τα απαραίτητα για την καλλιέργεια της κοινωνίας δώρα, το έκαναν αυτό με την ίδρυση της πόλεως της Εριντού στην περιοχή του Σουμέρ. Παρόλο που η Σουμεριακή πόλη της Ουρούκ θεωρείται ότι είναι η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο, οι αρχαίοι κάτοικοι της Μεσοποταμίας πίστευαν ότι αυτή ήταν η Εριντού και πως ήταν εκεί όπου η τάξη είναι καθιερωθεί και είχε ξεκινήσει ο πολιτισμός.
Η περίοδος Ουμπαΐντ
Η περιοχή του Σουμέρ επί μακρόν εθεωρείτο πως είχε κατοικηθεί περίπου στα 4500 π.Χ. Αυτή η χρονολόγηση έχει αμφισβητηθεί όμως κατά τα τελευταία χρόνια και πλέον πιστεύεται ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Οι πρώτοι άποικοι δεν ήταν Σουμέριοι, αλλά άνθρωποι άγνωστης καταγωγής, τους οποίους οι αρχαιολόγοι έχουν αποκαλέσει οι άνθρωποι Ουμπαΐντ – από τον ανασκαμμένο τύμβο της Αλ-Ουμπαΐντ, όπου ανακαλύφθηκαν τα τεχνουργήματα που για πρώτη φορά τεκμηρίωσαν την ύπαρξη τους – ή τους πρωτό-Ευφράτιους, το οποίο τους καταδεικνύει ως τους πρώιμους κατοίκους της περιοχής τος ποταμού Ευφράτη.
Όποιοι και αν ήταν οι άνθρωποι αυτοί, είχαν ήδη μετατραπεί από κοινωνία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε μια κοινωνία αγροτών πριν από το 5000 π.Χ. Οι ανασκαφές από το Αλ-Ουμπαΐντ και από άλλες τοποθεσίες σε όλο το Ιράκ έχουν αποκαλύψει λίθινα εργαλεία από τους ανθρώπους Ουμπαΐντ, όπως τσάπες, μαχαίρια, σκεπάρνια και πήλινα τεχνουργήματα, που περιελάμβαναν δρεπάνια, τούβλα, βαμμένα αγγεία και ειδώλια.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι πρώτοι φορείς πολιτισμού στην περιοχή. Σε ποιο σημείο οι άνθρωποι που έμειναν γνωστοί ως Σουμέριοι εισήλθαν στην περιοχή δεν είναι γνωστό.
Ο Κατάλογος των Βασιλέων των Σουμερίων
Σύμφωνα με τον μελετητή Σάμουελ Νόα Κράμερ, «Ο πρώτος ηγεμόνας του Σουμέρ, του οποίου οι πράξεις έχουν καταγραφεί, έστω και στο πιο σύντομο είδος δήλωσης, είναι ένας βασιλιάς με το όνομα Ετάνα της Κις, ο οποίος ίσως είχε ανέλθει στον θρόνο αρκετά νωρίς στην τρίτη χιλιετία π.Χ.. Στον κατάλογο των Βασιλέων περιγράφεται ως αυτός που σταθεροποίησε όλες τις χώρες» (Οι Σουμέριοι, 43). Ο Κατάλογος των Βασιλέων των Σουμερίων είναι ένα αρχείο σε σφηνοειδή γραφή, γραμμένο από έναν γραφέα της πόλης της Λαγκάς, κάποια στιγμή γύρω στο 2100 π.Χ., το οποίο απαριθμεί όλους τους βασιλείς της περιοχής και τα επιτεύγματά τους, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει συνέχεια στην τάξη της κοινωνίας, χρονολογώντας πίσω στις αρχές του πολιτισμού.
Καθώς γενικά οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας και ειδικότερα οι Σουμέριοι, πίστευαν ότι ο πολιτισμός ήταν το αποτέλεσμα του θριάμβου των θεών της τάξης πάνω στο χάος, ο Κατάλογος των βασιλέων πιστεύεται ότι είχε δημιουργηθεί για να νομιμοποιήσει την εξουσία ενός βασιλιά με το όνομα Ούτου-Χέγκαλ της Ουρούκ (βασίλεψε περίπου στο 2100 π.Χ.) παρουσιάζοντάς τον ως τον τελευταίο από μια σειρά ηγεμόνων της περιοχής. Ο Ετάνα είναι φημισμένος από τον μύθο του ανθρώπου που ανεβαίνει στον ουρανό πάνω στη ράχη ενός αετού και, όπως άλλοι βασιλείς που μνημονεύονται στον κατάλογο (ο Ντουμούζι και ο Γκιλγκαμές ανάμεσά τους) ήταν γνωστός για υπεράνθρωπες πράξεις και ηρωισμό.
Πιστεύεται ότι ο Ούτου-Χέγκαλ προσπαθούσε να συνδεθεί με τέτοιους παλαιότερους ήρωες-βασιλείς διαμέσου της δημιουργίας του Καταλόγου των Βασιλέων. Καθώς οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας πίστευαν ότι οι θεοί είχαν θέσει σε κίνηση τα πάντα και ότι οι τα ανθρώπινα όντα είχαν δημιουργηθεί ως συν-εργάτες με τους θεούς, για να διατηρήσουν την τάξη και να κρατήσουν πίσω το χάος, οι πρώιμοι συγγραφείς της ιστορίας στην περιοχή επικεντρώθηκαν περισσότεροι στις διασυνδέσεις ανάμεσα στους ηγεμόνες και τους θεούς τους.
Η καταγραφή της ιστορίας των ανθρώπινων επιτευγμάτων φαίνεται να εθεωρείτο ζήτημα μικρής σημασίας για τους συγγραφείς αυτούς και, ως αποτέλεσμα, η πρώιμη ιστορία του Σουμέρ έχει συναχθεί από τις αρχαιολογικές και γεωλογικές μαρτυρίες περισσότερο, παρά από τη γραπτή παράδοση και πολλές πληροφορίες είναι ακόμα μη διαθέσιμες στους σύγχρονους μελετητές.
Η Άνοδος των Πόλεων
Οποτεδήποτε και αν είχε ο πολιτισμός των Σουμερίων αρχικά εγκαθιδρυθεί, μέχρι το 3600 π.Χ. είχαν εφεύρει τον τροχό, τη γραφή, το πλοίο με πανιά, γεωργικές διαδικασίες όπως την άρδευση, και την έννοια της πόλης (παρόλο που η Κίνα και η Ινδία επίσης εγείρουν αξιώσεις στις ‘πρώτες πόλεις’ στον κόσμο). Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι πρώτες πόλεις στον κόσμο άνθισαν στο Σουμέρ και, ανάμεσα στις πιο σημαντικές, ήταν η Εριντού, η Ουρούκ, η Ουρ, η Λάρσα, η Ισίν, η Αντάμπ, η Κουλλά, η Λαγκάς, η Νιππούρ και η Κις.
Η πόλη της Ουρούκ πιστεύεται ότι ήταν η πρώτη πραγματική πόλη στον κόσμο. Έχει σημειωθεί, πάλι από τον Κράμερ, ότι τα ονόματα αυτά δεν είναι σουμεριακά, αλλά προήλθαν από τους ανθρώπους Ουμπαΐντ και έτσι είχαν θεμελιωθεί, τουλάχιστον ως χωριά, πολύ νωρίτερα από το 5.000 περίπου π.Χ. Άλλες πόλεις στο Σουμέρ ήταν η Σιππάρ, η Σουρουππάκ, η Μπάντ-Τιμπίρα, η Γκιρσού, η Ούμμα,η Ουρουκάγκ, η Νίνα και η Κισσούρα. Όλες ποικίλλαν στο μέγεθος και στην έκταση, με την Ουρούκ να είναι η μεγαλύτερη και η πιο ισχυρή στο απόγειό της.
Με τη θεμελίωση των πόλεων του Σουμέρ, ιστορία τους ξετυλίγεται από κατά προσέγγιση το 5000 π.Χ. έως το 1750 π.Χ., όταν «Οι Σουμέριοι έπαψαν να υπάρχουν ως άνθρωποι» (Κράμερ) αφότου το Σουμέρ υπέστη εισβολή από τους Ελαμίτες και τους Αμορίτες. Μετά την περίοδο Ουμπαΐντ (περίπου 5000-4100 π.Χ.) ήλθε η περίοδος της Ουρούκ (4100-2900 π.Χ.), κατά την οποία οι πόλεις άρχισαν να αναδύονται στο σύνολο της χώρας και η πόλη της Ουρούκ αναδείχθηκε σε σπουδαιότητα. Μολονότι η περίοδος έλαβε το όνομά της από την "πρώτη πόλη" της Ουρούκ, η Εριντού θεωρείτο η πρώτη πόλη από τους ίδιους τους Σουμέριους, όπως σημειώθηκε ανωτέρω.
Το εμπόριο εκείνη την περίοδο με ξένες χώρες καθιερώθηκε γερά και η η γραφή μετεξελίχθηκε από τα εικονογράμματα στη σφηνοειδή γραφή. Θεωρείται ότι το εμπόριο υπήρξε το κύριο κίνητρο για την εξέλιξη της γραφής, καθώς τότε έπρεπε να υπάρχουν κάποια μέσα για ακριβή, μακρινής απόστασης, επικοινωνία μεταξύ των Σουμέριων εμπόρων και των αντιπροσώπων τους στο εξωτερικό. Ο θεσμός της βασιλείας επίσης εμφανίστηκε κατά τον καιρό εκείνο και οι πόλεις-κράτη του Σουμέρ άρχισαν να κυβερνώνται από έναν και μοναδικό μονάρχη, ο οποίος λάμβανε βοήθεια στο έργο του από ένα συμβούλιο γερόντων (το οποίο περιελάμβανε άνδρες και γυναίκες). Οι βασιλείς που ακολούθησαν τον Ετάνα ήταν Σημίτες, όχι Σουμέριοι, όπως τεκμηριώνεται από τα ονόματά τους, όπως του Ενμεμπαραγκέσι του Κις. Δεν είναι μέχρις ότου πέρασε η εξουσία οκτώ βασιλέων, οπότε Σουμεριακά ονόματα άρχισαν να εμφανίζονται στον Κατάλογο των βασιλέων.
Η Ακκαδική Αυτοκρατορία στο Σουμέρ
Η Πρώιμη Δυναστική Περίοδος (2900-2300 π.Χ.) είδε την ανεπαίσθητη μετατόπιση από τον ιερέα-βασιλιά (γνωστό ως Ενσί) στην πιο σύγχρονη έννοια του ‘βασιλιά’, γνωστού ως Λούγκαλ (‘ισχυρός άνδρας’). Οι πόλεις-κράτη του Σουμέρ κατά την περίοδο αυτή πολέμησαν για τον έλεγχο της εύφορης γης και τα δικαιώματα στο νερό μέχρι την άνοδο της Πρώτης Δυναστείας της Λαγκάς στα 2500 π.Χ. Υπό τον βασιλιά Εαννούτουμ, η Λαγκάς έγινε το κέντρο μιας μικρής αυτοκρατορίας που περιλάμβανετο μεγαλύτερο μέρος του Σουμέρ και τμήματα του γειτονικού Ελάμ.
Η αυτοκρατορία υπήρχε ακόμα κατά τη βασιλεία του Λούγκαλ-Ζαγκέ-Σι, όταν ένας νεαρός άνδρας , ο οποίος αργότερα υποστήριξε ότι είχε υπάρξει ο κηπουρός του βασιλιά, άρπαξε τον θρόνο. Αυτός ήταν ο Σαργών της Ακκάδης, ο οποίος θα προχωρούσε στην ίδρυση της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας (2234-2218 π.Χ.), της πρώτης πολύ-εθνικής αυτοκρατορίας στον κόσμο και, πιστεύεται, βασισμένης στο υπόδειγμα που είχε θέσει ο Εαννούτουμ.
Η Αυτοκρατορία των Ακκάδιων κυριάρχησε πάνω στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσοποταμίας, συμπεριλαμβανομένου του Σουμέρ, μέχρις ότου ένας λαός γνωστός ως Γκούτιοι εισέβαλε από τον βορρά (την περιοχή του σημερινού Ιράν) και κατέστρεψε τις μεγαλύτερες πόλεις. Η περίοδος των Γκουτίων (περ. 2218 – 2047 π.Χ.) θεωρείται μια σκοτεινή εποχή στην ιστορία των Σουμερίων (και στην ιστορία της Μεσοποταμίας συνολικά) και οι Γκούτιοι παρουσιάζονταν απ’ όλους τους Σουμέριους συγγραφείς στις ιστορίες που ακολούθησαν με μελανά χρώματα, με τους περισσότερους να τους θεωρούν ως τιμωρία σταλμένη από τους θεούς.
Η Αναγέννηση των Σουμερίων
Η τελευταία περίοδος της ιστορίας των Σουμερίων είναι γνωστή ως η 3η Περίοδος της Ουρ (2047-1750 π.Χ.), επονομαζόμενη έτσι από την Τρίτη Δυναστεία της πόλης της Ουρ. Η περίοδος αυτή είναι επίσης γνωστή ως η Σουμεριακή Αναγέννηση, λόγω των αξιοσημείωτων εξελίξεων στον πολιτισμό – που σχετίζονταν με σχεδόν καθεμία πτυχή της πολιτισμένης ανθρώπινης ζωής – που είχαν πραγματοποιηθεί. Οι βασιλείς της Ουρ, Ουρ-Ναμμού (βασίλευσε 2047-2030 π.Χ.) και Σουλγκί (βασίλευσε 2029-1982 π.Χ.), έθεσαν την πολιτιστική εξέλιξη ως στόχο της διακυβέρνησής τους κι συντήρησαν μια ειρήνη που επέτρεψε στην τέχνη και την τεχνολογία να ανθίσουν. Είτε είχαν εφευρεθεί πριν ή κατά την 3η Περίοδο της Ουρ, τα εργαλεία, οι ιδέες και οι τεχνολογικές καινοτομίες που είχαν λάβει χώρα κατά την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ παγίωσαν τη θέση των Σουμερίων στην ιστορία ως τους δημιουργούς του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε.
Στα βιβλίο του Σάμιουελ Νόα Κράμερ Η Ιστορία ξεκινά στο Σουμέρ , απαριθμεί 39 «πρωτιές» στην ιστορία από την περιοχή, ανάμεσα στις οποίες είναι τα πρώτα σχολεία, τα πρώτα αποφθέγματα και παροιμίες, οι πρώτοι μεσσίες, ο πρώτος Νώε και οι ιστορίες του Κατακλυσμού, το πρώτο ερωτικό τραγούδι, το πρώτο ενυδρείο, τα πρώτα νομικά προηγούμενα σε δικαστικές υποθέσεις, η πρώτη ιστορία ενός θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται, οι πρώτοι επικήδειοι ψαλμοί, τα πρώτα βιβλικά παράλληλα, και οι πρώτες ηθικές ιδέες. Οι Σουμέριοι επίσης ουσιαστικά εφηύραν τον χρόνο, με την έννοια ότι με το σύστημα μέτρησής τους με βάση το 60, δημιούργησαν το λεπτό των εξήντα δευτερολέπτων και την ώρα των εξήντα λεπτών.
Διαίρεσαν επίσης τη νύχτα και τη μέρα σε περιόδους των 12 ωρών, έθεσαν ένα όριο σε μια «εργασιακή ημέρα» με χρόνο για την αρχή και το τέλος της, ενώ καθιέρωσαν την έννοια των «αργιών» για εορτές. Ο ιστορικός Μπέρτμαν γράφει, «το χέρι της Μεσοποταμίας ακόμα καθορίζει το ωριαίο μήκος τα παραδοσιακής εργασιακής ημέρας και ακόμα το μήκος της ηλεκτρονικής μας διασκέδασης (ημίωρα ή ωριαία τηλεοπτικά σόου), όταν η εργασιακή μας ημέρα έχει σταματήσει»(334). Ο Μπέρτμαν, επιπλέον, παρατηρεί ότι η σύγχρονη πρακτική του ελέγχου του ωροσκοπίου κάποιου πηγάζει από το αρχαίο Σουμέρ και ότι τα αστρολογικά σημάδια κάτω από τα οποία κάποιος γεννιέται πρώτα παρατηρήθηκαν και ονομάστηκαν από τους αρχαίους κατοίκους της Μεσοποταμίας.
Ο Ουρ-Ναμμού συνέγραψε τον πρώτο νομικό κώδικα στο Σουμέρ, ο οποίος αποτέλεσε το πρότυπο για τον αρκετά πιο νέο, και περισσότερο γνωστό. Κώδικα του Χαμουράμπι της Βαβυλώνας. Ο ιστορικός Πωλ Κρίβατσεκ γράφει, «σύνολο των νομικών αποφάσεων του Ουρ-Ναμμού προσφέρουν ένα καλό παράδειγμα της ενοποιητικής ώθησης των βασιλέων της Ουρ: της παρόρμησης να ρυθμίσουν κάθε πλευρά της ζωής» (149). Το Σουμέρ, κάτω από την ενοποιητική δύναμη της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ, έγινε ένα Κληρονομικό Κράτος («εννοώντας ένα κράτος που ήταν κατασκευασμένο πάνω στο μοτίβο της πατριαρχικής οικογένειας που κυβερνείτο από μία πατρική φιγούρα», όπως σημειώνει ο Κρίβατσεκ) στο οποίο ο μονάρχης λειτουργούσε ως η πατρική μορφή που οδηγούσε τα παιδιά του κατά μήκος ενός κατάλληλου μονοπατιού προς της ευημερία.
Ο γιός του Ουρ-Ναμμού, ο Σουλγκί, θεωρείται ως ο μεγαλύτερος από τους Νέο-Σουμέριους βασιλείς, ο οποίος συνέχισε τις πολιτικές του πατέρα του αλλά και προχώρησε παραπέρα. Σε μια απόπειρα τόσο να εντυπωσιάσει τους ανθρώπους του και να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον πατέρα του, ο Σούλγκι διέτρεξε απόσταση 100 μιλίων (160,9 χιλιόμετρα) ανάμεσα στο θρησκευτικά κέντρο της Νιππούρ και την πρωτεύουσα πόλη της Ουρ και πίσω –σε μία ημέρα- για να προεδρεύσει στους εορτασμούς και των δύο πόλεων. Παρόλο που μερικοί έχουν θεωρήσει ότι ο ύμνος που εξιστορεί τα επιτεύγματα αυτά ως ένα βασιλικό καύχημα και υπερβολικά μεγαλοποιημένα, οι ερευνητές έχουν συμπεράνει ότι θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να έχει κάνει την περίφημη πορεία του και, επιπροσθέτως, ότι αυτό συμφωνούσε με το πνεύμα της βασιλείας του Σουλγκί. Η δημιουργία μιας αίσθησης δέους και θαυμασμού στους υπηκόους τους φαίνεται να είχε υπάρξει καίρια στην διακυβέρνηση των βασιλέων της Ουρ την εποχή αυτή.
Η Παρακμή και η Κληρονομιά του Σουμέρ
Κάτω από την ηγεσία του Σούλγκι, ένα τείχος είχε κατασκευαστεί με μήκος 155 μιλίων (250 χιλιόμετρα), για να κρατήσει έξω τις σημιτικές φυλές γνωστές ως Μαρτού και Τιντνούμ, αλλά καλύτερα γνωστές από το βιβλικό τους όνομα ως Αμορίτες. Ο υιός, ο εγγονός και ο δισέγγονος του Σουλγκί, όλοι ανακαίνισαν και ενίσχυσαν το τείχος, για να κρατήσουν εκείνους που αποκαλούσαν «βαρβάρους» έξω από τα ενδότερα του Σουμέρ, αλλά το εμπόδιο αποδείχθηκε αναποτελεσματικό. Το τείχος δεν ήταν δυνατόν να επανδρωθεί ή να συντηρηθεί επαρκώς και, επιπλέον, δεν ακουμπούσε σε κάποιο σταθερό εμπόδιο στα τερματικά του σημεία και έτσι οι εισβολείς μπορούσαν απλά να ακολουθήσουν το τείχος προς το ένα ή το άλλο τερματικό σημείο και έπειτα να προχωρήσουν γύρω από αυτό.
Οι δυνάμεις του γειτονικού Ελάμ διέρρηξαν το τείχος και προέλαυσαν προς την Ουρ, λεηλατώντας και μεταφέροντας μαζί τους τον βασιλιά περίπου στο 1750 π.Χ. Οι Αμορίτες τότε επιβλήθηκαν στη χώρα αλλά, με την πτώση της Ουρ και έναν δριμύ λιμό, που προήλθε από την κλιματική αλλαγή και την υπερβολική εκμετάλλευση της γης, πολλοί μετανάστευσαν για σημεία του νότου. Ανάμεσα σε αυτούς τους μετανάστες Αμορίτες, πιστεύεται, ότι ήταν ο Αβραάμ, ο πατριάρχης, ο οποίος εγκατέλειψε την Ουρ για να εγκατασταθεί στη γη της Χαναάν.
Μετά την 3η Περίοδο της Ουρ και την πτώση της Ουρ, πολλοί Σουμέριοι μετανάστευσαν νότια. Τα Σουμεριακά δεν μιλιούνταν πια ως γλώσσα (παρόλο που ακόμη γράφονταν), έχοντας σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από τη Σημιτική Ακκαδική γλώσσα, και η Σουμεριακή παράδοση είχε σβήσει. Η κληρονομιά τους, όμως, συνεχίζεται σε πολλές πτυχές του πολιτισμού, τις οποίες αυτοί που ζούνε σήμερα θεωρούν δεδομένο ότι υπήρχαν ανέκαθεν. Ακόμα και έτσι, κάτι τόσο θεμελιώδες όσο η μέρα των είκοσι-τεσσάρων ωρών είχε εφευρεθεί, κάποτε, στο Σουμέρ.