Οι Υκσώς ή Υξώς ήταν ένας σημιτικός λαός που εδραιώθηκε στην πόλη Άβαρι της Κάτω Αιγύπτου το 1782 π.Χ., ξεκινώντας έτσι την εποχή που είναι γνωστή στην αιγυπτιακή ιστορία ως Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος (π. 1782 – 1570 π.Χ.). Το όνομά τους, Heqau-khasut, μεταφράζεται ως «ηγέτες ξένης χώρας» (αποδόθηκε από τους Έλληνες ως Υκσώς), υπονοώντας κατά ορισμένους μελετητές ότι επρόκειτο για βασιλείς ή ευγενείς που εκδιώχθηκαν από εισβολείς και βρήκαν καταφύγιο στο λιμάνι της Αβάρεως, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν εκεί μια ισχυρή βάση, στη διάρκεια της παρακμής της 13ης Δυναστείας του Μέσου Βασιλείου (2040-1782 π.Χ.). Πιθανότατα ήταν έμποροι, οι οποίοι αρχικά ήταν ευπρόσδεκτοι στην Άβαρι, ευημέρησαν και μήνυσαν στους φίλους και γείτονές τους να ενωθούν μαζί τους, με αποτέλεσμα έναν μεγάλο πληθυσμό που τελικά κατάφερε να επιβάλει πολιτική και στη συνέχεια στρατιωτική ισχύ.
Αν και, μετέπειτα, οι γραφείς του Νέου Βασιλείου (π. 1570-1069 π.Χ.) θα δαιμονοποιούσαν τους Υκσώς ως «εισβολείς» που κατέκτησαν τη γη, κατέστρεψαν τους ναούς και έσφαξαν χωρίς έλεος, δεν υπάρχουν αποδείξεις για κανέναν από αυτούς τους ισχυρισμούς. Ακόμα και σήμερα, οι Υκσώς αναφέρονται ως εισβολείς και η άφιξή τους στην Αίγυπτο ως «η Εισβολή των Υκσώς», αλλά στην πραγματικότητα, ενσωματώθηκαν άψογα στον αιγυπτιακό πολιτισμό, υιοθετώντας τους τρόπους και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, με κάποιες τροποποιήσεις. Αντίθετα με πολλούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στην πάροδο των ετών, δεν υπάρχει λόγος να ταυτιστούν οι Υκσώς με τους Χουρρίτες ή με τους Εβραίους σκλάβους από τη βιβλική Έξοδο.
Η βασική πηγή πληροφοριών για τους Ικσώς στην Αίγυπτο, είναι ο Αιγύπτιος συγγραφέας του 3ου αι. π.Χ., Μανέθων, του οποίου το έργο έχει μεν χαθεί, αλλά εκτενή αποσπάσματά του έχουν διασωθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς, κυρίως από τον Ιώσηπο Φλάβιο (37 – π. 100 π.Χ.). Η προβληματική κατανόηση του νοήματος του ονόματος Υκσώς από τον Μανέθωνα και η περαιτέρω παρανόησή του από τον Ιώσηπο, δίνει τη μετάφραση του «Υκσώς» ως «αιχμάλωτοι βοσκοί» και αυτή η απόλυτη παρεξήγηση, πυροδότησε ισχυρισμούς τα τελευταία χρόνια, ότι οι Υκσώς ήταν μια εβραϊκή κοινότητα που ζούσε στην Αίγυπτο, της οποίας ο διωγμός παρέχει τη βάση για τα γεγονότα που καταγράφονται στο Βιβλίο της Εξόδου. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό. Ούτε τα αιγυπτιακά, ούτε άλλου πολιτισμού τα γραπτά υποδεικνύουν ότι οι Υκσώς ήταν σκλάβοι στην Αίγυπτο και δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ότι ήταν Εβραίοι, παρά μόνο ότι μιλούσαν και έγραφαν μια σημιτική διάλεκτο. Η εθνική προέλευση των Υκσώς είναι άγνωστη, όπως και η τύχη τους αφότου εκδιώχθηκαν από την Αίγυπτο από τον Άμωσι Α’ (π. 1570-1544 π.Χ.), που είναι ο πρώτος Φαραώ του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου (π. 1570-1069 π.Χ.).
Η άφιξη των Υκσώς
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, η Αίγυπτος ήταν απομονωμένη, παρότι ξένοι έφταναν τακτικά στη χώρα για να εργαστούν ή να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι ή συλλαμβάνονταν ως σκλάβοι για τα ορυχεία χρυσού. Οι Αιγύπτιοι ζούσαν στη χώρα των θεών και όσοι είχαν μικρότερη αξία (συχνά αναφέρονται ως «Ασιατικοί»), βρίσκονταν πολύ πέρα από τα σύνορα. Ο δημοφιλής μύθος για τις «Φιλονικίες του Ώρου και του Σεθ» από το Νέο Βασίλειο, ιστορεί το πώς, όταν ο Σεθ νικήθηκε από τον Ώρο, έλαβε ως έπαθλο παρηγοριάς τη διακυβέρνηση της άγονης ερήμου πέρα από τα αιγυπτιακά σύνορα. Ο Σεθ είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, τον βασιλιά θεό Όσιρι και είχε σφετεριστεί τον θρόνο της Αιγύπτου. Τον Όσιρι επανέφερε στη ζωή η αδελφή – σύζυγός του, Ίσις, η οποία γέννησε τον γιο του Ώρο, τον θεό που τελικά πήρε εκδίκηση για τον πατέρα του και αποκατέστησε την τάξη στη χώρα. Η κατάληξη της ιστορίας που τοποθετεί τον Σεθ έξω από τα σύνορα της Αιγύπτου, είναι σημαντική γιατί ο Σεθ θεωρείτο ο θεός του χάους, του σκότους, των καταιγίδων και των ανέμων και οι Αιγύπτιοι ήθελαν μια τέτοια θεότητα όσο το δυνατόν πιο μακριά τους· έξω στην άγρια φύση, όπου «οι άλλοι», οι «Ασιατικοί» θα είχαν το είδος του θεού που τους άξιζε.
Οι πρώτες εκστρατείες του αιγυπτιακού στρατού, μέχρι την εποχή του Νέου Βασιλείου, ήταν κυρίως εγχώριες, και όταν οι Αιγύπτιοι ταξίδευαν εκτός συνόρων, δεν πήγαιναν μακριά. Όταν, επομένως, πρωτοέφτασαν οι Υκσώς, δεν θεωρήθηκαν σημαντικός κίνδυνος για την ασφάλεια της Αιγύπτου, επειδή μια πραγματική απειλή από το εξωτερικό ήταν απλά αδιανόητη. Μέχρι το π. 1782 π.Χ., η Αίγυπτος είχε ήδη αναπτύξει έναν πολιτισμό άνω των 2.000 ετών και το ενδεχόμενο να καταλάβει ένας λαός τη χώρα τους, θα είχε απορριφθεί τόσο εύκολα, όσο και μια εισβολή ιπτάμενων δίσκων από τον Άρη, από τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα.
Όταν η άρχισε η περίοδος του Μέσου Βασιλείου, η Αίγυπτος ήταν μια ισχυρή, ενιαία χώρα. Ο βασιλιάς Αμενεμχέτ Α’ (1991-1962 π.Χ.), ιδρυτής της 12ης Δυναστείας, ήταν ένας ισχυρός, αποτελεσματικός ηγέτης, ο οποίος, ίσως σε μια προσπάθεια να ενοποιήσει περαιτέρω τη χώρα, μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Θήβες (στην Άνω Αίγυπτο) ανάμεσα στην Άνω και Κάτω Αίγυπτο, κοντά στο Λιστ, και ονόμασε τη νέα του πόλη Iti-tawi (ή Itj-tawi), που σημαίνει «κατακτητής των δύο χωρών»» (van de Mieroop, 101). Επίσης, ίδρυσε την πόλη Hutwaret στην Κάτω Αίγυπτο. Η Hutwaret (πιο γνωστή με το ελληνικό της όνομα, Άβαρις) είχε πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα και σε χερσαίες οδούς στην περιοχή της Συροπαλαιστίνης.
Η 12η Δυναστεία θεωρείται από πολλούς ως το απόγειο του Αιγυπτιακού πολιτισμού και έδωσε στο Μέσο Βασίλειο τον χαρακτηρισμό του ως «κλασικής εποχής» της Αιγύπτου. Η 13η Δυναστεία, ωστόσο, δεν ήταν τόσο ισχυρή και έλαβε μια σειρά από άστοχες αποφάσεις που εξασθένισαν την επιρροή της. Το πρώτο από αυτά τα λάθη ήταν να μετακινήσει την πρωτεύουσα από το Iti-tawi πίσω στις Θήβες στην Άνω Αίγυπτο. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά άφησε την Κάτω Αίγυπτο εκτεθειμένη σε οποιαδήποτε δύναμη θεωρούσε ότι είχε αρκετή υποστήριξη για να επιβληθεί. Το λιμάνι της Αβάρεως, ταχέως αναπτυσσόμενο μέσω του εμπορίου σε μια μικρή πόλη, προσέλκυσε πολλούς λαούς γνωστούς στους Αιγύπτιους ως «Ασιατικοί» και καθώς άνθιζε, ο πληθυσμός του αύξανε. Οι Υκσώς απέκτησαν τον εμπορικό έλεγχο του ανατολικού Δέλτα και στη συνέχεια κινήθηκαν βόρεια, συνάπτοντας συνθήκες και συμφωνίες με τους διάφορους νομάρχες (κυβερνήτες) άλλων περιφερειών της Κάτω Αιγύπτου, έως ότου κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική εξουσία.
Οι Υκσώς στην Αίγυπτο
Αντίθετα με τους ισχυρισμούς των γραφέων του Νέου Βασιλείου, τον Μανέθωνα και τον Ιώσηπο – και νεότερων ιστορικών του 20ου αιώνα – η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος της Αιγύπτου δεν ήταν εποχή χάους και αταξίας και οι Υκσώς δεν κατέκτησαν ολόκληρη την Αίγυπτο. Η επιρροή τους εκτεινόταν μόνο μέχρι την Άβυδο στον νότο και στην Κάτω Αίγυπτο υπήρχαν πολλές πόλεις, όπως η Ξόις, οι οποίες διατήρησαν την αυτονομία τους. Οι ηγεμόνες της Ξόις ίδρυσαν την Δυναστεία Ξόις (την 14η Δυναστεία της Αιγύπτου), στη διάρκεια της εποχής των Υκσώς και είχαν εμπορικές σχέσεις τόσο με τους ίδιους όσο και με τις Θήβες.
Ο Ιώσηπος, βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό στον Μανέθωνα (ο οποίος βασίστηκε στους γραφείς του Νέου Βασιλείου), δίνει την εντύπωση ότι οι Υκσώς όρμησαν στην Αίγυπτο πάνω στα πολεμικά τους άρματα, ερημώνοντας τη γη και ανατρέποντας τη νόμιμη κυβέρνηση. Και πάλι, δεν υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτό. Η αιγυπτιολόγος και ιστορικός Margaret Bunson, εξηγεί:
Οι Υκσώς εισήλθαν όντως στην Αίγυπτο, αλλά δεν εμφανίστηκαν εκεί ξαφνικά, με μια «θεϊκή έκρηξη» όπως την ονομάζει ο Μανέθων. Οι Υκσώς εισέρχονταν στην περιοχή του Νείλου σταδιακά επί σειρά δεκαετιών, μέχρι οι Αιγύπτιοι να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο που εγκυμονούσαν στο εσωτερικό τους. Οι περισσότεροι από τους Ασιατικούς, περνούσαν τα σύνορα της Αιγύπτου επί αιώνες, χωρίς να προκαλέσουν μεγάλη αίσθηση. (119)
Όταν καθιερώθηκαν στην Άβαρι, οι Υκσώς τοποθέτησαν Αιγύπτιους σε σημαντικές θέσεις, υιοθέτησαν τα αιγυπτιακά έθιμα και την ενδυμασία και ενσωμάτωσαν τη λατρεία των Αιγυπτίων θεών στις δικές τους πεποιθήσεις και τελετουργίες. Κυρίαρχοι θεοί τους ήταν ο Βάαλ και η Ανάθ, και οι δύο φοινικικής/χαναανιτικής/συριακής προέλευσης, αλλά ταύτιζαν τον Βάαλ με τον Αιγύπτιο Σεθ.
Οι ηγέτες των Υκσώς ίδρυσαν την 15η Δυναστεία της Αιγύπτου, αλλά μετά την εκδίωξή τους, όλα τα ίχνη της παρουσίας τους στην Αίγυπτο διαγράφηκαν από τους κατακτητές των Θηβών. Λίγοι βασιλείς των Υκσώς είναι γνωστοί με το όνομά τους από επιγραφές και άλλα γραπτά που βρέθηκαν στην Άβαρι και πιο πέρα: ο Σακιρ-Χαρ, ο Κυάν, ο Χαμούντι και ο πιο γνωστός, ο Απέπι. Ο Απέπι είναι γνωστός και ως Άποφις και είναι ενδιαφέρον ότι έχει ένα αιγυπτιακό όνομα που σχετίζεται με το μεγάλο ερπετό Άποφι/Απέπ, εχθρό του θεού Ήλιου, Ρα. Είναι πιθανόν ο βασιλιάς αυτός, ο οποίος φέρεται να ξεκίνησε τη σύγκρουση μεταξύ Αβάρεως και Θηβών, να ονομάστηκε έτσι από τους μεταγενέστερους γραφείς που ήθελαν να τον συνδέσουν με τον κίνδυνο και το σκότος.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Απέπι ήταν κάτι τέτοιο. Το εμπόριο άνθισε στον καιρό των Υκσώς. Οι τοπικοί κυβερνήτες των πόλεων της Κάτω Αιγύπτου σύναπταν συνθήκες με τους Υκσώς, απολάμβαναν το κερδοφόρο εμπόριο και, ακόμα και οι Θήβες, που απεικονίζονται μόνιμα ως το «τελευταίο οχυρό» του αιγυπτιακού πολιτισμού ενάντια στον εισβολέα, είχε εγκάρδιες και απ’ ότι φαίνεται κερδοφόρες σχέσεις μαζί τους, αν και μάλλον οι Θήβες κατέβαλαν φόρο στην Άβαρι.
Άβαρις, Θήβες & Πόλεμος
Όσο οι Υκσώς αποκτούσαν δύναμη στη βόρεια Αίγυπτο, οι Νούβιοι έκαναν το ίδιο στον νότο. Η 13η Δυναστεία δεν είχε δώσει προσοχή στα νότια σύνορα, όπως είχε κάνει και με την Κάτω Αίγυπτο. Οι Θήβες παρέμειναν πρωτεύουσα στην Άνω Αίγυπτο, αλλά αντί να κυριαρχούν σε ολόκληρη τη χώρα, ήταν πιεσμένες ανάμεσα στους Υκσώς στον βορρά και στους Νουβίους στον νότο. Και πάλι, Θήβες και Άβαρις συνυπήρχαν αρμονικά. Οι Θηβαίοι ήταν ελεύθεροι να κάνουν εμπόριο στον βορρά και οι Υκσώς έστελναν τα πλοία τους πέρα από τις Θήβες για να αγοράσουν και να πουλήσουν προϊόντα στους Νουβίους στον νότο. Το εμπόριο συνεχιζόταν ισότιμα ανάμεσα στην πρωτεύουσα των Νουβίων, Κους, το αιγυπτιακό κέντρο των Θηβών και την Άβαρι, μέχρι του ο βασιλιάς των Υκσώς – ηθελημένα ή αθέλητα – προσέβαλε τον βασιλιά των Θηβών.
Δεν μπορούμε να πούμε αν η ιστορία είναι αληθινή όπως παρουσιάζεται, αλλά σύμφωνα με τον Μανέθωνα, ο Άποφις των Υκσώς έστειλε μήνυμα στον βασιλιά των Θηβών Σεκενένρε Τάο (γνωστό και ως Τα’Ο – π. 1580 π.Χ.), λέγοντας: «Μάζεψε τους ιπποπόταμους από τη λίμνη στα ανατολικά της πόλης, γιατί δεν με αφήνουν να κοιμηθώ, μέρα και νύχτα». Το μήνυμα μάλλον είχε να κάνει με τη συνήθεια των Θηβαίων να κυνηγούν ιπποπόταμους, η οποία θα πρέπει να προσέβαλε τους Υκσώς που είχαν ενσωματώσει τον ιπποπόταμο στα θρησκευτικά τους έθιμα, μέσω της λατρείας του Σεθ. Αντί να συμμορφωθεί με το αίτημα, ο Τα’Ο το ερμήνευσε ως πρόκληση στην αυτονομία του και κινήθηκε κατά της Αβάρεως. Η μούμια του δείχνει ότι σκοτώθηκε στη μάχη και αυτό, όπως και τα γεγονότα που ακολούθησαν, υποδηλώνει ότι οι Θήβες ηττήθηκαν σε αυτή τη συμπλοκή.
Ο γιος του Τα’Ο, Καμόσις, συνέχισε τον πόλεμο, διαμαρτυρόμενος με πικρία σε μια επιγραφή ότι κουράστηκε να πληρώνει φόρους στους «Ασιατικούς» και να ασχολείται με αλλοδαπούς στα βόρεια και στα νότια, μέσα στην ίδια του τη χώρα. Εξαπέλυσε μια μαζική επίθεση κατά των Υκσώς, κατά την οποία, σύμφωνα με τη δική του αφήγηση, η Άβαρις καταστράφηκε. Ο Καμόσις ισχυρίζεται ότι η επίθεσή του ήταν τόσο γρήγορη και τραυματική, που έκανε τις γυναίκες των Υκσώς ξαφνικά στείρες και μετά τη σφαγή ισοπέδωσε την πόλη. Η αφήγηση αυτή φαίνεται κάπως υπερβολική, μιας και οι Υκσώς εξακολούθησαν να κυριαρχούν στην Κάτω Αίγυπτο στα τρία επόμενα χρόνια και η Άβαρις παρέμεινε το προπύργιό τους.
Τον Καμόσι διαδέχθηκε ο αδελφός του, Άμωσις, του οποίου οι επιγραφές διηγούνται πώς έδιωξε τους Υκσώς από την Αίγυπτο και κατέστρεψε την πόλη της Αβάρεως. Τα γεγονότα αυτά αναφέρονται στις ταφικές επιγραφές ενός άλλου άνδρα, του Άμωσι γιου της Ιμπάνα, ενός στρατιώτη που υπηρέτησε υπό τον βασιλιά Άμωσι, ο οποίος περιγράφει την καταστροφή της Αβάρεως και την διαφυγή των επιζώντων Υκσώς στην πόλη Sharuhen της Παλαιστίνης. Η πόλη αυτή πολιορκήθηκε από τον Άμωσι για έξι χρόνια, μέχρι που οι Υκσώς διέφυγαν και πάλι, αυτή τη φορά στη Συρία, αλλά το τι απέγιναν στη συνέχεια, δεν έχει καταγραφεί.
Η παρακαταθήκη των Υκσώς στην Αίγυπτο
Ο Άμωσις, όχι μόνο ίδρυσε την 18η Δυναστεία, αλλά σηματοδότησε την έναρξη της περιόδου του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου, την εποχή της αιγυπτιακής αυτοκρατορίας. Η ανάπτυξη επαγγελματικού αιγυπτιακού στρατού μπορεί να συνδεθεί απευθείας με τους Υκσώς, καθώς ο Άμωσις Α’ και όσοι ακολούθησαν, θέλησαν να διασφαλίσουν ότι κανένας ξένος λαός δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να αποκτήσει τόση δύναμη στη γη τους. Ξεκινώντας με τον Άμωσι, και συνεχίζοντας σε όλο το Νέο Βασίλειο, οι Φαραώ δημιούργησαν και συντήρησαν μια προστατευτική ζώνη γύρω από την Αίγυπτο, η οποία στη συνέχεια τους ενθάρρυνε να κατακτήσουν περισσότερα εδάφη πέρα από αυτήν.
Οι Υκσώς διασύρθηκαν από τους γραφείς του Νέου Βασιλείου που ήθελαν να δικαιολογήσουν τους κατακτητικούς πολέμους και δημιουργήθηκε μια νέα εκδοχή της ιστορίας, στην οποία οι εισβολείς κατέστρεψαν τους ναούς των θεών, έσφαξαν αθώους και ισοπέδωσαν πόλεις, με μια βάρβαρη λαχτάρα για κατάκτηση. Πέρα από το γεγονός ότι τίποτα από αυτά δεν συνέβη, αν δεν ήταν οι Υκσώς, ο στρατός της Αιγύπτου θα στερούνταν δύο πλεονεκτήματα που την βοήθησαν να εγκαθιδρύσει την αυτοκρατορία της: το σύνθετο τόξο και το άρμα.
Στην αιγυπτιακή τέχνη του Νέου Βασιλείου απεικονίζονται συχνά Φαραώ, όπως ο Τουταγχαμών και ο Ραμσής Β’, πάνω στο άρμα τους, να κυνηγούν μαζί με τα σκυλιά τους ή να πηγαίνουν στον πόλεμο και εφόσον το Νέο Βασίλειο είναι η πιο γνωστή αιγυπτιακή περίοδος σήμερα, το άρμα έχει συνδεθεί με την Αίγυπτο. Ωστόσο, οι Αιγύπτιοι δεν το γνώριζαν μέχρι να το μάθουν από τους Υκσώς. Το σύνθετο τόξο, με πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και ακρίβεια, αντικατέστησε το αιγυπτιακό μακρύ τόξο που ήταν σε χρήση για αιώνες και οι Υκσώς εισήγαγαν, επίσης, το χάλκινο εγχειρίδιο, το κοντό σπαθί και πολλές άλλες καινοτομίες. Νέες μέθοδοι άρδευσης καλλιεργειών εισήχθησαν στην Αίγυπτο, καθώς η χαλκοτεχνία. Ένας βελτιωμένος κεραμικός τροχός οδήγησε σε κεραμικά υψηλότερης ποιότητας, που ήταν επίσης πιο ανθεκτικά. Ακόμα, οι Υκσώς έφεραν στην Αίγυπτο τον κάθετο αργαλειό, που παρήγαγε καλύτερης ποιότητας λινό, καθώς και νέες τεχνικές καλλιέργειας φρούτων και λαχανικών.
Οι καινοτομίες των Υκσώς μετασχημάτισαν τον πολιτισμό της Αιγύπτου, αλλά διατήρησαν και το παρελθόν. Υπό τον Απέπι, παλιοί κύλινδροι παπύρου αντιγράφηκαν και αποθηκεύτηκαν προσεκτικά και πολλοί από αυτούς είναι τα μοναδικά σωζόμενα αντίγραφα. Επίσης, οι Υκσώς ένωσαν την Αίγυπτο, όπως ποτέ προηγουμένως, μέσα από τις περιγραφή τους από τους γραφείς του Νέου Βασιλείου, ως αιμοδιψών κατακτητών που εισέβαλαν στη γη των θεών. Ο αιγυπτιακός εθνικισμός ήταν στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου του Νέου Βασιλείου, και πέρα από τα νέα και βελτιωμένα όπλα, η αυτοκρατορία της Αιγύπτου δεν θα είχε γνωρίσει την άνοδο, χωρίς την πεποίθηση ότι η κατάκτηση ήταν ανάγκη, προκειμένου να προστατευθεί ο αιγυπτιακός λαός από άλλη μια τραγωδία, ίσως ακόμα μεγαλύτερη από την εισβολή των Υκσώς.